»– Τα χρόνια θα φέρουν τα μελλούμενα. Δε θα ξαναμιλήσουμε γι’ αυτό πριν περάσουν πολλά χρόνια. Οι μέρες σκοτεινιάζουν και πολύ κακό έρχεται.
»Τότε ο Άραγκορν με αγάπη αποχαιρέτισε τον Έλροντ· και την άλλη μέρα είπε αντίο στη μητέρα του, σε όλο το σπιτικό του Έλροντ και στην Άργουεν και βγήκε στις ερημιές. Για τριάντα χρόνια σχεδόν κοπίασε στον αγώνα εναντίον του Σόρον κι έγινε φίλος του Γκάνταλφ του Σοφού, απ’ τον οποίο πήρε πολλή σοφία. Μαζί του έκανε πολλά επικίνδυνα ταξίδια, αλλά καθώς τα χρόνια προχωρούσαν ταξίδευε πιο συχνά μοναχός. Ακολούθησε δύσκολους δρόμους και μακρινούς και η όψη του αγρίεψε, εκτός κι αν τύχαινε να χαμογελάσει· στους Ανθρώπους όμως φαινόταν πως άξιζε να τον τιμούν, σαν βασιλιά στην εξορία, όταν δεν έκρυβε τον πραγματικό εαυτό του. Γιατί κυκλοφορούσε με πολλές μεταμφιέσεις κι είχε αποκτήσει φήμη με διάφορα ψευδώνυμα. Είχε συμπορευτεί με τις ίλες των Ροχίριμ και είχε πολεμήσει για τον Άρχοντα της Γκόντορ και στη στεριά και στη θάλασσα· και ύστερα την ώρα της νίκης έφευγε και οι Άνθρωποι της Δύσης δεν ήξεραν πού πήγαινε. Πήγε μονάχος στα βάθη της Ανατολής και μακριά στο Νοτιά, εξερευνώντας τις καρδιές των Ανθρώπων, καλών και κακών, και αποκαλύπτοντας τις δολοπλοκίες και τα σχέδια των υπηρετών του Σόρον.
»Έτσι έγινε ο πιο γενναίος από όλους τους Ανθρώπους, γνώστης της τέχνης και των παραδόσεων τους, ήταν όμως και κάτι περισσότερο· γιατί είχε τη σοφία των Ξωτικών και τα μάτια του είχαν ένα φως που, όταν άναβε, ελάχιστοι μπορούσαν να το αντέξουν. Η όψη του ήταν λυπημένη κι αυστηρή εξαιτίας της μοίρας του, κι όμως η ελπίδα δεν έφευγε απ’ τα βάθη της καρδιάς του, απ’ όπου γέλιο ξεπηδούσε πότε πότε σαν νερό μέσ’ απ’ το βράχο.
»Και ήρθε κάποτε καιρός, όταν ο Άραγκορν ήταν σαράντα εννέα χρόνων, που γύρισε απ’ τους θανάσιμους κινδύνους στη μαύρη ενδοχώρα της Μόρντορ, όπου ο Σόρον τώρα είχε ξαναεγκατασταθεί και ήταν απασχολημένος με τα πονηρά του έργα. Ήταν πολύ κουρασμένος κι επιθυμούσε να επιστρέψει στο Σκιστό Λαγκάδι και να ξεκουραστεί εκεί για λίγο, πριν ταξιδέψει πάλι στις μακρινές χώρες· και στο δρόμο του πέρασε από τα σύνορα του Λόριεν και τον δέχτηκε στην κρυμμένη χώρα η Αρχόντισσα Γκαλάντριελ.
»Δεν το ήξερε, όμως η Άργουεν Αντόμιελ ήταν κι εκείνη εκεί, φιλοξενούμενη ξανά για λίγο από τους συγγενείς της μητέρας της. Πολύ λίγο είχε αλλάξει, γιατί τα χρόνια των θνητών την είχαν προσπεράσει· το πρόσωπό της όμως ήταν πιο σοβαρό και το γέλιο της τώρα σπάνια ακουγόταν. Ο Άραγκορν όμως είχε ολοκληρωθεί τώρα και στο σώμα και στο νου και η Γκαλάντριελ του είπε να πετάξει τα ταλαιπωρημένα απ’ τα ταξίδια ρούχα του και τον έντυσε στα λευκά και στ’ ασημένια μ’ ένα μανδύα στο γκρίζο των Ξωτικών κι ένα λαμπερό πετράδι στο μέτωπο του. Τότε φάνηκε λες και ξεπέρασε τους Ανθρώπους κι έμοιαζε περισσότερο σαν Ξωτικο-άρχοντας από τα Νησιά της Δύσης. Κι έτσι ήταν όταν τον είδε η Άργουεν ξανά, ύστερα απ’ το μακρόχρονο χωρισμό τους· και καθώς την πλησίασε προχωρώντας προς το μέρος της κάτω από τα δέντρα του Κάρας Γκαλάντον φορτωμένα με χρυσαφένια λουλούδια, έκανε την εκλογή της και διάλεξε τη μοίρα της.
»Έπειτα, για αρκετό καιρό, πλανήθηκαν μαζί στα ξέφωτα του Λοθλόριεν, ώσπου ήρθε η ώρα του να φύγει. Και το δειλινό του Μεσοκαλόκαιρου ο Άραγκορν, ο γιος του Άραθορν, και η Άργουεν η κόρη του Έλροντ πήγαν στον όμορφο λόφο του Κέριν Άμροθ, που βρισκόταν στη μέση της χώρας και βάδισαν ξιπόλητοι στο αθάνατο γρασίδι με τα έλανορ και τα νίφρεντιλ ολόγυρα στα πόδια τους, Κι εκεί πάνω σ’ εκείνο το λόφο κοίταξαν ανατολικά κατά τη Σκιά και δυτικά κατά το Λυκόφως και έδωσαν λόγο και ήταν χαρούμενοι.
»Και η Άργουεν είπε:
»– Σκοτεινή είναι η Σκιά, η καρδιά μου όμως γιορτάζει· γιατί εσύ, Εστέλ, θα είσαι ανάμεσα στους μεγάλους που η αντρειοσύνη τους θα την καταστρέψει.
»Ο Άραγκορν όμως απάντησε:
»— Αλίμονο! Εγώ δεν μπορώ να το προβλέψω και μένει κρυφό από μένα το πώς θα γίνει. Με την ελπίδα σου όμως θα ελπίζω κι εγώ. Και απορρίπτω εντελώς τη Σκιά. Αλλά δεν είναι, κυρά, ούτε και το Λυκόφως για μένα· γιατί εγώ είμαι θνητός και αν ενωθείς μαζί μου, Άστρο του Δειλινού, τότε πρέπει κι εσύ ν’ απαρνηθείς το Λυκόφως.
»Και στάθηκε τότε εκείνη ακίνητη σαν πάλλευκο δεντρί, κοιτάζοντας κατά τη Δύση και τέλος είπε:
»– Θα ενωθώ μαζί σου, Ντούνανταν, και θ’ απαρνηθώ το Λυκόφως. Όμως εκεί βρίσκεται η γη των δικών μου και η μακρινή πατρίδα όλης της γενιάς μου.
»Αγαπούσε υπερβολικά τον πατέρα της.
»Όταν ο Έλροντ έμαθε την εκλογή της κόρης του, έμεινε σιωπηλός, μόλο που η καρδιά του ήταν περίλυπη και δε βρήκε τη μοίρα, που για πολύν καιρό φοβόταν, καθόλου ευκολότερη να την υπομείνει. Όταν όμως ο Άραγκορν πήγε πάλι στο Σκιστό Λαγκάδι τον κάλεσε και του είπε: