Выбрать главу

– Έγινε μάχη εδώ πριν τρεις νύχτες, είπε ο Γκίμλι, κι εδώ ο Λέγκολας κι εγώ παίξαμε ένα παιγνίδι που το κέρδισα μόνο μ’ έναν ορκ παραπάνω. Έλα να δεις πώς έγινε! Κι έχει σπηλιές, Μέρι, σπηλιές θαυμαστές! Τι λες, πάμε να τις δούμε, Λέγκολας;

– Όχι! Δεν έχουμε καιρό, είπε το Ξωτικό. Μη χαλάς την ομορφιά με βιασύνη! Σου έχω δώσει το λόγο μου πως θα ξανάρθω εδώ μαζί σου, αν έρθουν πάλι μέρες ειρήνης κι ελευθερίας. Τώρα όμως πλησιάζει μεσημέρι και τότε θα φάμε και ύστερα θα ξεκινήσουμε πάλι, απ’ ό,τι ακούω.

Ο Μέρι σηκώθηκε και χασμουρήθηκε. Οι λιγοστές ώρες που κοιμήθηκε δεν του ήταν αρκετές· ήταν κουρασμένος και αρκετά κακόκεφος.

Του έλειπε ο Πίπιν και ένιωθε πως ήταν βάρος, ενώ όλοι έκαναν σχέδια για ταχύτητα σε μια υπόθεση που δεν την καλοκαταλάβαινε.

– Πού είναι ο Άραγκορν; ρώτησε.

– Σ’ ένα ψηλό δωμάτιο στο Φρούριο, είπε ο Λέγκολας. Νομίζω πως ούτε ξεκουράστηκε ούτε κοιμήθηκε. Πήγε εκεί πάνω αρκετές ώρες πριν, λέγοντας πως πρέπει να σκεφτεί, και μόνο ο πατριώτης του ο Χάλμπαραντ πήγε μαζί του· πάντως, κάποια σκοτεινή αμφιβολία ή έννοια τον βασανίζει.

– Παράξενη παρέα τούτοι οι νεοφερμένοι, είπε ο Γκίμλι. Είνάι άντρες γεροδεμένοι κι αρχοντικοί. Οι Καβαλάρηδες του Ρόαν μοιάζουν σχεδόν παιδιά μπροστά τους· γιατί έχουν όψη αγριωπή, φαγωμένη σαν πολυκαιρινή πέτρα γενικά, σαν τον Άραγκορν και είναι αμίλητοι.

– Αλλά, σαν τον Άραγκορν, είναι ευγενικοί όταν σπάσουν τη σιωπή τους, είπε ο Λέγκολας. Και προσέξατε τους αδελφούς Ελάνταν και Ελρόχιρ; Η εξάρτυσή τους είναι λιγότερο σκουρόχρωμη από των άλλων και είναι ωραίοι και γεμάτοι αρχοντιά σαν Ξωτικοάρχοντες· και δεν είναι ν’ απορείς βέβαια, αφού είναι οι γιοι του Έλροντ του Σκιστού Λαγκαδιού.

– Γιατί ήρθαν; Μάθατε; ρώτησε ο Μέρι.

Είχε ντυθεί τώρα κι έριξε τον γκρίζο του μανδύα πάνω στους ώμους του· και οι τρεις μαζί βγήκαν και τράβηξαν κατά την ερειπωμένη πύλη του Κάστρου.

– Απάντησαν στο κάλεσμα, όπως άκουσες, είπε ο Γκίμλι. Ήρθε, λέει, μήνυμα στο Σκιστό Λαγκάδι: Ο Άραγκορν χρειάζεται τους δικούς του. Ας τρέξουν κοντά τον οι Ντούνεντεν στο Ρόαν! Αλλά από πού ήρθε το μήνυμα τώρα αμφιβάλλουν. Εγώ θα ’λεγα πως το έστειλε ο Γκάνταλφ.

– Όχι, η Γκαλάντριελ ήταν, είπε ο Λέγκολας. Δε μίλησε με το στόμα του Γκάνταλφ για τον ερχομό του Γκρίζου Λόχου απ’ το Βοριά;

– Ναι, το βρήκες, είπε ο Γκίμλι. Η Κυρά του Δάσους! Διάβασε πολλές καρδιές κι επιθυμίες. Μωρέ, γιατί δεν επιθυμούσαμε κι εμείς μερικούς απ’ τους δικούς μας, Λέγκολας;

Ο Λέγκολας στάθηκε μπροστά στην πύλη και έστρεψε τα λαμπερά του μάτια μακριά βόρια κι ανατολικά και τ’ όμορφο πρόσωπό του ήταν ανήσυχο.

– Δε νομίζω πως θα ερχόταν κανένας, απάντησε. Δε χρειάζεται να κάνε στον πόλεμο· ο πόλεμος έρχεται κιόλας στις δικές τους χώρες.

Για λίγο οι τρεις σύντροφοι περπάτησαν μαζί, κουβεντιάζοντας για τις διάφορες φάσεις της μάχης, και κατηφόρισαν απ’ τη σπασμένη πύλη, πέρασαν τους τύμβους των πεσόντων στην πρασινάδα πλάι απ’ το δρόμο, ώσπου έφτασαν στο Χαντάκι του Χελμ και κοίταξαν στο Λαγκάδι. Ο Τύμβος των Νεκρών υψωνόταν κιόλας εκεί, μαύρος, πέτρινος και ψηλός και το τρομερό τσαλαπάτημα και οι χαρακιές της πρασινάδας από τους Χούορν φαινόταν ολοκάθαρα. Οι άντρες της Μαυροχώματης χώρας και πολλοί άντρες της φρουράς του Κάστρου δούλευαν στο Χαντάκι ή στα χωράφια και γύρω απ’ τα στραπατσαρισμένα τείχη στο βάθος’ όλα όμως έδειχναν παράξενα ήσυχα: μια κουρασμένη κοιλάδα που αναπαυόταν ύστερα από μια μεγάλη καταιγίδα. Σε λίγο γύρισαν πίσω και πήγαν για το μεσημεριανό τους γεύμα στην τραπεζαρία του Κάστρου.

Ο βασιλιάς ήταν κιόλας εκεί και μόλις μπήκαν φώναξε το Μέρι και είπε να βάλουν ένα κάθισμα δίπλα του.

– Εδώ δεν είναι όπως θα το ήθελα, είπε ο Θέοντεν, γιατί αυτό ελάχιστα μοιάζει με το ωραίο μου σπίτι στο Έντορας. Και ο φίλος σου, που θα ’πρεπε να είναι εδώ, λείπει. Αλλά μπορεί να περάσει πολύς καιρός πριν καθίσουμε, εσύ κι εγώ, στο ψηλό τραπέζι στο Μέντουσελντ· γιατί τώρα που θα πάω εκεί, δε θα έχουμε καιρό για τραπέζια. Αλλά. έλα τώρα! Φάγε και πιες κι έλα να κουβεντιάσουμε μαζί, όσο που μπορούμε. Και ύστερα θα έρθεις μαζί μου.

– Μπορώ; είπε ο Μέρι, έκπληκτος και καταχαρούμενος. Είναι υπέροχο! – ποτέ του δεν είχε νιώσει μεγαλύτερη ευγνωμοσύνη για οποιαδήποτε χάρη. Φοβάμαι πως μπερδεύομαι μονάχα στα πόδια όλων σας, κόμπιασε, αλλά θα ήθελα να κάνω ό,τι μπορώ, καταλαβαίνετε.

– Δεν αμφιβάλλω, είπε ο βασιλιάς. Είπα να σου ετοιμάσουν ένα καλό βουνίσιο πόνυ. Θα σε μεταφέρει τόσο γρήγορα, όσο κι ένα άλογο από τους δρόμους που θα πάρουμε. Γιατί, φεύγοντας από το Κάστρο, θα πάρω τα μονοπάτια των βουνών και θα πάω στο Έντορας μέσον Ντάνχάροου, που με περιμένει η Αρχόντισσα Έογουιν. Εσύ θα είσαι ο υπασπιστής μου, αν θέλεις. Υπάρχουν τίποτα όπλα σ’ αυτό το μέρος, Έομερ, που να μπορεί να χρησιμοποιήσει ο υπασπιστής μου;