– Δεν έχει εδώ μεγάλα αποθέματα όπλων, άρχοντα, απάντησε ο Έομερ. Μπορεί να βρεθεί κανένα ελαφρό κράνος που να του κάνει· αλλά δεν έχουμε ούτε αλυσιδωτό θώρακα ούτε σπαθί για το μπόι του.
– Έχω σπαθί, είπε ο Μέρι, και σηκώθηκε από τη θέση του κι έβγαλε από το μαύρο της θηκάρι τη μικρή αστραφτερή του λεπίδα. (Πλημμυρισμένος ξαφνικά από αγάπη γι’ αυτόν το γέροντα, γονάτισε στο ένα γόνατο και του πήρε το χέρι και το φίλησε.) Μπορώ ν’ αποθέσω το σπαθί του Μέριαντοκ από το Σάιρ στα γόνατα σου, Βασιλιά Θέοντεν; φώναξε. Δέξου τις υπηρεσίες μου, αν θέλεις!
– Πολύ ευχαρίστως τις δέχομαι, είπε ο βασιλιάς· και. βάζοντας τα μακριά γέρικα χέρια του στα καστανά μαλλιά του χόμπιτ, τον ευλόγησε. Σήκω τώρα, Μέριαντοκ, βασιλικέ υπασπιστή του Ρόαν στην αυλή του Μέντουσελντ! είπε. Πάρε το σπαθί σου και ας είναι τυχερό όπου πας!
– Για μένα θα είσαι σαν τον πατέρα μου, είπε ο Μέρι.
– Για λίγο, είπε ο Θέοντεν,
Κουβέντιασαν μαζί ύστερα, καθώς έτρωγαν, ώσπου τέλος μίλησε ο Έομερ.
– Πλησιάζει η ώρα που έχουμε ορίσει την αναχώρησή μας, άρχοντα, είπε. Να πω στους άντρες να σαλπίσουν τα βούκινα; Πού είναι όμως ο Άραγκορν; Η θέση του είναι άδεια και δεν έχει φάει.
– Θα ετοιμαστούμε να ξεκινήσουμε, είπε ο Θέοντεν αλλά ειδοποιήστε τον Άρχοντα Άραγκορν πως η ώρα πλησιάζει.
Ο βασιλιάς με τη φρουρά του και το Μέρι στο πλευρό του βγήκαν από την πύλη του Φρουρίου εκεί που οι Καβαλάρηδες μαζεύονταν στην πλατεία. Πολλοί είχαν κιόλας ιππεύσει. Θα ήταν μεγάλος λόχος· γιατί ο βασιλιάς άφηνε μόνο μια μικρή φρουρά στο Φρούριο και όλοι οι υπόλοιποι θα πήγαιναν στο Έντορας για να παρουσιαστούν και να εξοπλιστούν. Χίλιες λόγχες είχαν κιόλας φύγει από τη νύχτα· αλλά θα ήταν κάπου πεντακόσιοι ακόμα, που θα πήγαιναν με το βασιλιά, κυρίως άντρες από τα λιβάδια και τις κοιλάδες του Γουέστφολντ.
Λίγο ξεχωριστά οι Περιφερόμενοι Φύλακες κάθονταν, σιωπηλοί, καλοσυνταγμένοι, οπλισμένοι με ακόντιο, τόξο και σπαθί. Ήταν ντυμένοι με σκούρους γκρίζους μανδύες και είχαν ριγμένες τις κουκούλες πάνω από τα κράνη και τα κεφάλια τους. Τα άλογά τους ήταν δυνατά και περήφανα, αλλά δασύτριχα· κι ένα στεκόταν εκεί δίχως αναβάτη, το άλογο του Άραγκορν που είχαν φέρει απ’ το Βοριά· το όνομά του ήταν Ροχέριν. Δε γυάλιζε ούτε πετράδι ούτε χρυσάφι ούτε τίποτα στολίδι σ’ όλα τους τα εφόδια και ιπποσκευή· ούτε οι κύριοι τους είχαν πάνω τους κάποιο σήμα ή ένδειξη, εκτός μόνον ότι ο μανδύας του καθενός ήταν πιασμένος στον αριστερό ώμο με μια ασημένια καρφίτσα στο σχήμα ακτινοβόλου άστρου.
Ο βασιλιάς ανέβηκε στο άλογό του, τον Ασπροχαίτη, και ο Μέρι στάθηκε δίπλα του πάνω στο πόνυ του, το Στίμπα. Σε λίγο βγήκε ο Έομερ από την πύλη και μαζί του ήταν ο Άραγκορν και ο Χάλμπαραντ κρατώντας το μεγάλο κοντάρι σφιχτοτυλιγμένο με μαύρο πανί, και δυο ψηλοί άντρες, ούτε νέοι ούτε γέροι. Τόσο πολύ έμοιαζαν μεταξύ τους οι γιοι του Έλροντ, που λίγοι μπορούσαν να τους ξεχωρίσουν: μαυρομάλλη δες, γκριζομάτηδες κι όμορφοι σαν ξωτικά, ντυμένοι ομοιόμορφα με γυαλιστερούς αλυσιδωτούς θώρακες κάτω από ασημόγκριζους μανδύες. Πίσω τους βάδιζαν ο Λέγκολας και ο Γκίμλι. Ο Μέρι όμως είχε μάτια μόνο για τον Άραγκορν, τόσο τρομακτική ήταν η αλλαγή που έβλεπε πάνω του, λες και σε μια νύχτα να είχαν περάσει πολλά χρόνια από πάνω του. Το πρόσωπό του ήταν αγριωπό, σταχτί και κουρασμένο.
– Είμαι ανήσυχος, άρχοντα, είπε, και στάθηκε πλάι στο άλογο του βασιλιά. Άκουσα παράξενα λόγια και είδα μακριά νέους κινδύνους. Μόχθησα πολύ με σκέψεις και τώρα φοβάμαι πως πρέπει ν’ αλλάξω αυτό που σκόπευα να κάνω. Πες μου, Θέοντεν, εσύ φεύγεις τώρα για το Ντάνχάροου, πόσο θα κάνεις για να φτάσεις;
– Είναι τώρα μία ώρα μετά το μεσημέρι, είπε ο Έομερ. Πριν το βράδυ της τρίτης μέρας από τώρα θα πρέπει να φτάσουμε στο Φρούριο. Το Φεγγάρι τότε θα είναι μια μέρα μετά την πανσέληνο και η συγκέντρωση του στρατού που έχει διατάξει ο βασιλιάς θα γίνει την επόμενη μέρα. Δεν μπορούμε να κάνουμε γρηγορότερα, αν είναι να συγκεντρώσουμε τις δυνάμεις του Ρόαν.
Ο Άραγκορν έμεινε σιωπηλός για ένα λεπτό.
«Τρεις μέρες, μουρμούρισε, και η επιστράτευση του Ρόαν μόλις θα έχει αρχίσει. Όμως βλέπω πως τώρα δεν μπορεί να γίνει γρηγορότερα.» Σήκωσε το κεφάλι και φάνηκε πως είχε πάρει κάποια απόφαση· το πρόσωπό του έδειχνε λιγότερο ανήσυχο.
– Τότε, με την άδειά σου, άρχοντα, πρέπει να πάρω καινούρια απόφαση για τον εαυτό μου και τους δικούς μου. Πρέπει ν’ ακολουθήσουμε το δρόμο μας, κι όχι πια στα κρυφά. Για μένα πέρασε ο καιρός που κρυβόμουν. Θα πάω ανατολικά από τον πιο γρήγορο δρόμο και θα πάρω τα Μονοπάτια των Νεκρών.