Выбрать главу

«Μόνη σου μιλάς, Ελάιντα; Ξέρω ότι εσείς οι Κόκκινες δεν έχετε φίλες έξω από το Άτζα σας, αλλά σίγουρα εκεί μέσα θα έχεις φίλες για να κουβεντιάσεις».

Η Ελάιντα γύρισε το κεφάλι και κοίταξε την Αλβιάριν. Η Άες Σεντάι με το λαιμό κύκνου της ανταπέδωσε το βλέμμα με την ανυπόφορη ψυχραιμία που χαρακτήριζε το Λευκό Άτζα. Δεν υπήρχε η παραμικρή συμπάθεια μεταξύ του Κόκκινου και του Λευκού· χίλια χρόνια κάθονταν σε εκ διαμέτρου αντίθετες θέσεις στην Αίθουσα του Πύργου. Το Λευκό έστεκε με το Γαλάζιο και η Σιουάν ήταν Γαλάζια. Όμως οι Λευκές καμάρωναν για την απαθή λογική τους.

«Περπάτα μαζί μου», είπε η Ελάιντα. Η Αλβιάριν δίστασε αρχικά και μετά την ακολούθησε στο πλευρό της.

Στην αρχή, η Λευκή αδελφή ύψωσε αποδοκιμαστικά το φρύδι της ακούγοντας αυτά που είχε να πει η Ελάιντα σχετικά με τη Σιουάν, όμως πριν η άλλη τελειώσει, είχε σμίξει τα φρύδια ανήσυχα. «Δεν έχεις αποδείξεις για κάτι το... μεμπτό», είπε όταν η Ελάιντα τελικά σιώπησε.

«Όχι ακόμα», είπε σταθερά η Ελάιντα. Επέτρεψε στον εαυτό της να αφήσει ένα σφιγμένο χαμόγελο, όταν η Αλβιάριν ένευσε. Ήταν μια αρχή. Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, θα σταματούσε τη Σιουάν πριν καταστρέψει τον Πύργο.

Καλά κρυμμένος σε μια συστάδα με ψηλά λέδερλιφ, πάνω από τη βόρεια όχθη του ποταμού Τάρεν, ο Ντάιν Μπόρνχαλντ πέταξε πίσω το λευκό μανδύα του, που είχε έναν πλατύ, χρυσό ήλιο στο στέρνο, και σήκωσε στο μάτι το σκληρό, πέτσινο κιάλι. Ένα σύννεφο από μικρά δαγκωσέμια βούιζε γύρω από το πρόσωπό του, αλλά αυτός δεν έδωσε σημασία. Στο χωριό Τάρεν Φέρυ, πέρα από το ποτάμι, τα πέτρινα σπίτια στέκονταν πάνω σε ψηλά θεμέλια, επειδή κάθε άνοιξη έρχονταν πλημμύρες. Οι χωρικοί κρέμονταν από τα παράθυρα ή στέκονταν στις βεράντες, για να χαζέψουν τους τριάντα ιππείς με τους λευκούς μανδύες και τις στιλβωμένες πανοπλίες, τις γεμάτες πλεχτούς κρίκους και ελάσματα. Μια αντιπροσωπεία των χωρικών ήταν σε συνάντηση με τους καβαλάρηδες. Ή μάλλον άκουγαν τον Τζάρετ Μπάυαρ, απ' ό,τι έβλεπε ο Μπόρνχαλντ, κι αυτό ήταν πολύ καλύτερο.

Ο Μπόρνχαλντ σχεδόν μπορούσε ν' ακούσει τη φωνή του πατέρα του. Αν τους επιτρέψεις να πιστέψουν ότι υπάρχει ελπίδα, κάποιος ανόητος θα πάει να την εκμεταλλευτεί. Τότε θα πρέπει να σκοτωθεί και μετά κάποιος άλλος ανόητος θα πάει να εκδικηθεί τον πρώτο και θα συνεχιστούν οι σκοτωμοί. Κάνε τους ευθύς εξαρχής να φοβηθούν το Φως, κάνε τους να καταλάβουν ότι κανένας δεν θα πάθει τίποτα αν υπακούσουν σε ό,τι τους λες και δεν θα έχεις πρόβλημα.

Το σαγόνι του σφίχτηκε ενώ σκεφτόταν τον πατέρα του, που τώρα ήταν νεκρός. Κάτι θα έκανε γι' αυτό και μάλιστα σύντομα. Ήταν σίγουρος ότι μόνο ο Μπάυαρ ήξερε γιατί είχε σπεύσει να αποδεχθεί αυτή την αποστολή, που είχε στόχο μια σχεδόν ξεχασμένη περιοχή στις εσχατιές του Άντορ — και ο Μπάυαρ δεν θα άνοιγε το στόμα του. Ο Μπάυαρ ήταν αφοσιωμένος σαν κυνηγόσκυλο στον πατέρα του Ντάιν και τώρα είχε μεταφέρει αυτή την αφοσίωση στον Ντάιν. Ο Μπόρνχαλντ δεν είχε διστάσει να κάνει τον Μπάυαρ υπαρχηγό του, όταν ο Ήμον Βάλντα του είχε αναθέσει τη διοίκηση.

Ο Μπάυαρ γύρισε το άλογό του και επέστρεψε στο πέραμα. Αμέσως οι περαματάρηδες έλυσαν τις πρυμάτσες και το πορθμείο άρχισε την πορεία του, καθώς τραβούσαν ένα βαρύ σχοινί που ήταν κρεμασμένο πάνω από τα γοργά νερά. Ο Μπάυαρ έριξε μια ματιά στους άντρες στο σχοινί· τον κοίταξαν νευρικά καθώς διέσχιζαν το πορθμείο και ύστερα έτρεξαν πίσω για να ξαναπιάσουν το σχοινί. Όλα έμοιαζαν μια χαρά.

«Άρχοντα Μπόρνχαλντ;»

Ο Μπόρνχαλντ κατέβασε το κιάλι και γύρισε το κεφάλι. Ο άντρας με το σκληρό πρόσωπο που είχε εμφανιστεί πλάι του στεκόταν αλύγιστος, ατενίζοντας ίσια μπροστά, κάτω από ένα κωνικό κράνος. Ακόμα και μετά το κοπιαστικό ταξίδι από την Ταρ Βάλον —ο Μπόρνχαλντ δεν τους είχε αφήσει ούτε να ανασάνουν― η αρματωσιά του άστραφτε λαμπερή, σαν το χιονόλευκο μανδύα του με το χρυσαφένιο ήλιο.

«Ναι, Τέκνο Άιβον;»

«Με έστειλε ο Εκατηλάτης Φάραν, Άρχοντά μου. Είναι οι Μάστορες. Ο Ορντήθ μιλούσε σε τρεις τους, Άρχοντα μου, και τώρα δεν βρίσκεται κανείς τους».

«Μα το αίμα και τις στάχτες!» Ο Μπόρνχαλντ έστριψε στη φτέρνα της μπότας του και χώθηκε στα δέντρα, με τον Άιβον να τον ακολουθεί κατά πόδας.

Αθέατοι από το ποτάμι, οι ιππείς με τους λευκούς μανδύες είχαν γεμίσει τους χώρους ανάμεσα στα λέδερλιφ και τα πεύκα, κρατώντας τις λόγχες με την άνεση της εξοικείωσης και έχοντας τα τόξα διαγώνια στα μπροστάρια. Τα άλογα χτυπούσαν τις οπλές στο έδαφος με ανυπομονησία και τίναζαν τις ουρές τους. Οι καβαλάρηδες περίμεναν με λιγότερη αδημονία· δεν ήταν η πρώτη φορά που θα διέσχιζαν ποτάμι για να μπουν σε άγνωστη περιοχή κι αυτή τη φορά κανένας δεν θα προσπαθούσε να τους σταματήσει.