«Θέλω να ακούσω τι έχει να πει η Λανφίαρ». Δεν κοίταξε τον Σαμαήλ, αλλά σ’ αυτόν απευθυνόταν. «Σίγουρα δεν είναι μόνο μια χαζή προσπάθεια να μας φοβίσει, υπάρχει κάτι άλλο». Ο Σαμαήλ τίναξε το κεφάλι με μια κίνηση που μπορεί να έδειχνε ότι συμφωνούσε ή ότι απλώς ήταν απογοητευμένος. Ήταν προτιμότερη από το τίποτα.
«Α, μα υπάρχει, αν και λίγος φόβος δεν κάνει κακό». Τα μαύρα μάτια της Λανφίαρ ακόμα έδειχναν δυσπιστία, όμως η φωνή της ήταν καθαρή σαν νεράκι. «Ο Ισαμαήλ προσπάθησε να τον κάνει του χεριού του, στο τέλος προσπάθησε να τον σκοτώσει και απέτυχε ― αλλά πήγε να τον εκφοβίσει, να τον τρομάξει, και η τακτική του εκφοβισμού δεν έχει αποτέλεσμα με τον Ραντ αλ’Θόρ».
«Ο Ισαμαήλ ήταν σχεδόν ολότελα τρελός», μουρμούρισε ο Σαμαήλ, «και σχεδόν καθόλου άνθρωπος».
«Αυτό είμαστε;» Η Γκρένταλ ύψωσε το φρύδι της. «Απλώς άνθρωποι; Σίγουρα είμαστε κάτι παραπάνω από άνθρωποι. Άνθρωπος είναι αυτό εδώ». Χάιδεψε με το δάχτυλο το μάγουλο της γυναίκας που γονάτιζε πλάι της. «Θα πρέπει να πλαστεί καινούρια λέξη για να μας περιγράψει».
«Ό,τι κι αν είμαστε», είπε η Λανφίαρ, «μπορούμε να πετύχουμε εκεί που απέτυχε ο Ισαμαήλ». Έγερνε λίγο προς τα μπρος, σαν να ήθελε να σπρώξει τις λέξεις της πάνω τους. Η Λανφίαρ σπανίως έδειχνε νευρικότητα. Γιατί τώρα;
«Γιατί μόνο εμείς οι τέσσερις;» ρώτησε ο Ράχβιν. Το άλλο γιατί έπρεπε να περιμένει.
«Γιατί άλλοι;» ήταν η απάντηση της Λανφίαρ. «Αν μπορέσουμε να βάλουμε τον Αναγεννημένο Δράκοντα να γονατίσει μπροστά στον Μέγα Άρχοντα τη Μέρα του Γυρισμού, γιατί να μοιραστούμε την τιμή —και τις ανταμοιβές― με πιο πολλούς απ’ όσο χρειάζεται; Και ίσως μπορέσουμε να τον χρησιμοποιήσουμε —πώς το έθεσες, Σαμαήλ― για να πελεκήσει το ξεραμένο ξύλο».
Μια τέτοιου είδους απάντηση ο Ράχβιν μπορούσε να την καταλάβει. Όχι φυσικά πως εμπιστευόταν τη Λανφίαρ ή τους άλλους, όμως καταλάβαινε από φιλοδοξία. Οι Εκλεκτοί μηχανορραφούσαν για να ανέβουν σε υψηλότερες θέσεις μέχρι τη μέρα που ο Λουζ Θέριν τους είχε φυλακίσει και είχε σφραγίσει τη φυλακή του Μεγάλου Άρχοντα, και είχαν ξαναρχίσει τη μέρα που είχαν απελευθερωθεί. Έπρεπε μόνο να εξασφαλίσει ότι το σχέδιο της Λανφίαρ δεν θα χαλούσε τα δικά του σχέδια. «Μίλα», της είπε.
«Κατ’ αρχάς, υπάρχει και κάποιος άλλος που προσπαθεί να τον εξουσιάσει. Που ίσως προσπαθεί να τον σκοτώσει. Υποπτεύομαι τη Μογκέντιεν ή τον Ντεμάντρεντ. Η Μογκέντιεν ανέκαθεν προσπαθούσε να δρα από τις σκιές και ο Ντεμάντρεντ ανέκαθεν μισούσε τον Λουζ Θέριν». Ο Σαμαήλ χαμογέλασε ή ίσως έκανε μια γκριμάτσα, αλλά το μίσος του ωχριούσε πλάι στο μίσος που έτρεφε ο Ντεμάντρεντ, αν και η αιτία ήταν πιο εύλογη.
«Πού ξέρεις ότι δεν είναι ένας από μας εδώ πέρα;» ρώτησε εύστροφα η Γκρένταλ.
Το χαμόγελο της Λανφίαρ έδειχνε γυμνά τα δόντια της κι ελάχιστη φιλικότητα, ακριβώς όπως και της άλλης γυναίκας. «Επειδή εσείς οι τρεις προτιμήσατε να βρείτε ο καθένας το δικό του ρόλο και να εδραιώσετε την εξουσία σας, ενώ οι υπόλοιποι αλληλομαχαιρώνονται. Υπάρχουν και άλλοι λόγοι. Σας είπα ότι δεν χάνω από τα μάτια μου τον Ραντ αλ’Θόρ».
Ήταν αληθινά αυτά που είχε πει για τους παρόντες. Ο Ράχβιν προσωπικά προτιμούσε τη διπλωματία και τη χειραγώγηση παρά την ανοιχτή σύγκρουση, αν και δεν θα έκανε πίσω σε μια τέτοια περίπτωση. Η μέθοδος του Σαμαήλ ήταν πάντα οι στρατοί και οι κατακτήσεις· δεν θα πλησίαζε τον Λουζ Θέριν, ακόμα και τώρα που ήταν ξαναγεννημένος σαν βοσκός, αν δεν ήταν σίγουρος για τη νίκη του. Και η Γκρένταλ επίσης ακολουθούσε την οδό της κατάκτησης, αν και η μέθοδός της δεν χρειαζόταν στρατιώτες· παρ’ όλο που ασχολιόταν με τα παιχνιδάκια της, προχωρούσε αργά και μελετημένα. Έκανε τις κινήσεις της στα ανοιχτά, όπως έκριναν αυτά τα πράγματα οι Εκλεκτοί, αλλά δεν ρίσκαρε σε κανένα στάδιο.
«Ξέρετε ότι τον παρακολουθώ αθέατη», συνέχισε η Λανφίαρ, «αλλά εσείς δεν πρέπει να πλησιάσετε, αλλιώς υπάρχει κίνδυνος να σας εντοπίσει. Πρέπει να τον απομακρύνουμε...»
Η Γκρένταλ έγειρε μπρος όλο ενδιαφέρον και ο Σαμαήλ ένευε, καθώς άκουγε. Ο Ράχβιν σκέφτηκε ότι ήταν πρώιμο να κρίνει. Ίσως πετύχαιναν. Κι αν όχι... Αν όχι, έβλεπε αρκετούς τρόπους που θα μπορούσε να διαμορφώσει την κατάσταση προς όφελός του. Δεν ήταν καθόλου άσχημα όλα αυτά.