1
Φυσώντας τις Σπίθες
Ο Τροχός του Χρόνου γυρνά, και οι Εποχές έρχονται και φεύγουν, αφήνοντας πίσω αναμνήσεις που γίνονται θρύλος. Ο θρύλος ξεθωριάζει και γίνεται μύθος, κι ακόμα και ο μύθος έχει ξεχαστεί από καιρό όταν ξανάρχεται η Εποχή που τον γέννησε. Σε μια Εποχή, που μερικοί την αποκαλούν Τρίτη Εποχή, μια Εποχή που ακόμα δεν έχει έρθει, μια Εποχή που έχει περάσει, άνεμος φύσηξε στο μεγάλο δάσος που λέγεται Μπρημ. Ο άνεμος δεν ήταν η αρχή. Το γύρισμα του Τροχού του Χρόνου δεν έχει ούτε αρχή ούτε τέλος. Αλλά ήταν κάποια αρχή.
Φύσηξε στο Νότο και στη Δύση, ξερός, κάτω από έναν ήλιο από λιωμένο χρυσάφι. Ατέλειωτες βδομάδες είχε να βρέξει στη γη εκεί κάτω και η κάψα τώρα, που τελείωνε το καλοκαίρι, δυνάμωνε μέρα με τη μέρα. Σε κάποια δένδρα είχαν φανεί πρώιμα τα φύλλα να παίρνουν καφετί χρώμα και οι γυμνές πέτρες ψήνονταν εκεί που κάποτε κυλούσαν ρυάκια. Σε μια ύπαιθρο όπου η χλόη είχε χαθεί και μόνο ψιλοί, καχεκτικοί θάμνοι έδεναν το χώμα με τις ρίζες τους, ο άνεμος άρχισε να ξεσκεπάζει πέτρες θαμμένες από καιρό. Ήταν φαγωμένες από τη βροχή και τον αέρα, φθαρμένες, και κανένα ανθρώπινο μάτι δεν θα αναγνώριζε σ’ αυτές τα απομεινάρια μιας πόλης που τη θυμούνταν μόνο στα παραμύθια και την είχαν κατά τα άλλα ξεχάσει.
Διάσπαρτα χωριά φάνηκαν μπροστά στον άνεμο, καθώς διέσχιζε τα σύνορα του Άντορ, και χωράφια όπου ανήσυχοι αγρότες μοχθούσαν στις αυλακιές. Το δάσος από καιρό είχε αραιώσει, αφήνοντας μόνο αλσύλλια, όταν πια ο άνεμος σάρωσε τη σκόνη στο μοναχικό δρόμο ενός χωριού, το οποίο ονομαζόταν Κορ Σπρινγκς. Οι πηγές απ’ όπου είχε πάρει το όνομά του είχαν πάρει να στερεύουν αυτό το καλοκαίρι. Μερικά σκυλιά κείτονταν λαχανιασμένα στο λιοπύρι και δύο αγοράκια γυμνά από τη μέση και πάνω έτρεχαν χτυπώντας με ραβδιά στο χώμα μια παραγεμισμένη κύστη ζώου. Τίποτα άλλο δεν σάλευε, παρά μονάχα ο άνεμος και η σκόνη και η ταμπέλα που έτριζε πάνω από την είσοδο του πανδοχείου, που ήταν από κόκκινα τούβλα και είχε καλαμωτή σκεπή σαν όλα τα άλλα κτίρια του δρόμου. Είχε ισόγειο και άλλο ένα πάτωμα από πάνω, κι ήταν το ψηλότερο κτήριο του Κορ Σπρινγκς, ενός προσεγμένου, περιποιημένου χωριού. Τα σελωμένα άλογα που ήταν δεμένα στον πάσαλο μπροστά στο πανδοχείο μόλις που κουνούσαν τις ουρές τους. Η σκαλισμένη επιγραφή του πανδοχείου διακήρυττε ότι λεγόταν η Δικαιοσύνη της Καλής Βασίλισσας.
Η Μιν βλεφάρισε από τη σκόνη και συνέχισε να κοιτάζει με το μάτι κολλημένο στη χαραμάδα του προχειροφτιαγμένου τοίχου της παράγκας. Μόλις που διέκρινε τον ώμο του φρουρού στην πόρτα της παράγκας, αλλά η προσοχή της ήταν στραμμένη στο πανδοχείο παραπέρα. Μέσα της ευχόταν το όνομα του να μην ήταν τόσο δυσοίωνα ταιριαστό. Ο δικαστής τους, ο ντόπιος άρχοντας, απ’ ό,τι φαινόταν είχε φτάσει πριν από λίγη ώρα, αλλά η Μιν δεν είχε προφτάσει να τον δει. Σίγουρα άκουγε τις κατηγορίες του αγρότη· ο Άντμερ Νεμ, μαζί με τα αδέρφια και τα ξαδέρφια και τις γυναίκες τους, ήθελε να στήσουν κρεμάλα στα γρήγορα, αλλά μετά είχε τύχει να περάσουν οι υπηρέτες του άρχοντα. Η Μιν αναρωτήθηκε ποια ήταν η τιμωρία εδώ για κάποιον που είχε κάψει στάβλο μαζί με τις αγελάδες που υπήρχαν μέσα. Είχε γίνει κατά λάθος, φυσικά, όμως αυτό μάλλον δεν θα μετρούσε, αφού η όλη κατάσταση είχε αρχίσει με καταπάτηση ξένης περιουσίας.
Ο Λογκαίν το είχε σκάσει μέσα στην αναταραχή εγκαταλείποντάς τις —τι άλλο να περίμενε απ’ αυτόν, πανάθεμά τον!― και η Μιν δεν ήξερε αν έπρεπε να χαρεί γι’ αυτό ή όχι. Ο Λογκαίν είχε χτυπήσει τον Νεμ ρίχνοντας τον κάτω, όταν ο αγρότης τους είχε ανακαλύψει λίγο πριν από την αυγή, τινάζοντας το φανάρι του ανθρώπου στα άχυρα. Αν υπήρχε φταίξιμο, ήταν δικό του. Μόνο που μερικές φορές δεν καταλάβαινε κι ο ίδιος τι έλεγε. Ίσως ήταν καλύτερα που είχε φύγει. Η Μιν έστριψε για να γείρει στον τοίχο, και σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπό της, ο οποίος απλώς ανέβλυσε ξανά. Η παράγκα έκαιγε, αλλά οι δύο συντρόφισσες της δεν φαινόταν να το προσέχουν. Η Σιουάν ξάπλωνε ανάσκελα, φορώντας ένα σκούρο μάλλινο φόρεμα ιππασίας σαν της Μιν, ατενίζοντας την οροφή της παράγκας, χτυπώντας αφηρημένα ένα άχυρο στο σαγόνι της. Η Ληάνε με τη μπρούντζινη επιδερμίδα, λυγερή, ψηλή σαν άνδρας, καθόταν σταυροπόδι με την ανοιχτόχρωμη πουκαμίσα της και μπάλωνε το φόρεμά της με βελόνα και κλωστή. Τις είχαν αφήσει να κρατήσουν τα σακίδιά της σέλας τους, αφού πρώτα τα είχαν ψάξει μήπως έβρισκαν σπαθιά ή τσεκούρια ή κάτι άλλο που ίσως τις βοηθούσε να δραπετεύσουν. «Ποια είναι η ποινή αν κάψεις στάβλο στο Άντορ;» ρώτησε η Μιν, «Αν είμαστε τυχερές», απάντησε η Σιουάν, χωρίς να σαλέψει, «θα μας δείρουν με το λουρί στην πλατεία του χωριού. Αν όχι, θα μας μαστιγώσουν».