«Ναι», είπε ζωηρά η Ληάνε, κοιτώντας με μάτια διάπλατα ανοιχτά τον καθρέφτη ενώ έκανε με προσοχή κάτι στις βλεφαρίδες της. «Κι αν φλερτάρω με τον κατάλληλο άνδρα, τότε ίσως δεν χρειαστεί να ανησυχήσουμε για οποιαδήποτε τιμωρία. Αν μη τι άλλο, ίσως καταφέρω να είναι πιο μικρές οι ποινές μας».
Η Μιν άφησε μια κοφτή κραυγούλα, καθώς είχε μισοσηκωμένο το χέρι για να σκουπίσει πάλι το πρόσωπό της —ήταν σαν μια κουκουβάγια να ανακοίνωνε ότι σκόπευε να γίνει κολιμπρί― αλλά η Σιουάν απλώς ανακάθισε αντικριστά στη Ληάνε, λέγοντας δίχως ιδιαίτερη έμφαση, «Τι σε έκανε να σκεφτείς τέτοιο πράγμα;»
Η Μιν υποψιαζόταν ότι, αν η Σιουάν είχε κοιτάξει αυτήν κείνο το βλέμμα, τότε μάλλον θα ομολογούσε ακόμα και πράγματα που είχε ξεχάσει. Όταν η Σιουάν στύλωνε έτσι το βλέμμα της πάνω σου, πριν το καταλάβεις έκλινες το γόνυ κι έτρεχες να κάνεις το θέλημα της. Ακόμα κι ο Λογκαίν έτσι έκανε συνήθως. Μόνο που δεν έκλινε το γόνυ.
Η Ληάνε πέρασε απαλά το πινελάκι από τα μάγουλά της κι εξέτασε το αποτέλεσμα στο μικρό καθρέφτη. Έριξε βέβαια μια ματιά στη Σιουάν, ό,τι όμως κι αν ήταν αυτό που είδε εκεί, απάντησε με το συνηθισμένο κοφτό τόνο της. «Η μητέρα μου ήταν έμπορος, ξέρεις, κι εμπορευόταν κυρίως γούνες και ξυλεία. Κάποτε την είδα που είχε θολώσει τόσο πολύ το μυαλό ενός Σαλδαίου άρχοντα, ώστε ο άνθρωπος τής παρέδωσε την παραγωγή ξυλείας του εκείνης της χρονιάς για τα μισά χρήματα απ’ όσα ζητούσε αρχικά, και αμφιβάλλω αν κατάλαβε τι του είχε συμβεί πριν φτάσει στην πατρίδα του. Αν το κατάλαβε και τότε. Αργότερα της έστειλε ένα βραχιόλι από φεγγαρόπετρα. Οι Ντομανές δεν αξίζουμε όλη τη φήμη που έχουμε —τα πιο πολλά τα έχουν βγάλει από το μυαλό τους κάτι υποκριτές ηθικολόγοι― αλλά ένα μέρος της είναι δικό μας έργο. Μου έχουν κάνει μαθήματα η μητέρα μου και οι θείες μου, μαζί με τις αδερφές μου φυσικά».
Χαμήλωσε το βλέμμα να κοιταχτεί, κούνησε το κεφάλι, και μετά συνέχισε να φροντίζει την εμφάνισή της, αναστενάζοντας. «Φοβάμαι όμως ότι δεν έχω ψηλώσει καθόλου από τη δέκατη τέταρτη επέτειο του ονοματίσματός μου. Δεν έχω παρά μόνο κοκαλιάρικους αγκώνες και γόνατα, σαν πουλάρι που μεγάλωσε πολύ γρήγορα. Κι όταν πια κατάφερα να πηγαίνω από τη μια άκρη του δωματίου ως την άλλη χωρίς να σκοντάψω δεύτερη φορά, έμαθα―» Πήρε μια βαθιά ανάσα. «-έμαθα ότι η ζωή μου θα έπαιρνε άλλο δρόμο και δεν θα γινόμουν έμπορος. Τώρα χάθηκε κι αυτό. Είναι ώρα να αξιοποιήσω όσα έμαθα πριν τόσα χρόνια. Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν νομίζω να υπάρχει πιο κατάλληλος τόπος και χρόνος».
Η Σιουάν την περιεργάστηκε με κοφτερή ματιά για μια στιγμή ακόμα. «Δεν είναι αυτός ο λόγος. Δεν είναι αυτός ο μόνος λόγος. Λίγε».
Η Ληάνε πέταξε ένα πινελάκι στο κουτί και ξέσπασε με οργή. «Δεν είναι ο μόνος λόγος; Δεν ξέρω ποιοι άλλοι υπάρχουν. Το μόνο που ξέρω είναι ότι θέλω κάτι στη ζωή μου να αντικαταστήσει ― αυτό που χάθηκε. Εσύ η ίδια μου είπες ότι αυτή είναι η μόνη ελπίδα επιβίωσης. Για μένα η εκδίκηση δεν αρκεί. Ξέρω ότι ο αγώνας σου είναι αναγκαίος, ίσως ακόμα να είναι σωστός, αλλά, μα το Φως, ούτε κι αυτό μου αρκεί. Δεν μπορώ να αναμιχθώ όσο εσύ. Ίσως έφτασα πολύ αργά σ’ όλα αυτά. Θα μείνω μαζί σου, αλλά δεν μου αρκεί».
Ο θυμός καταλάγιασε, καθώς ξανάκλεινε τα βαζάκια και τα έβαζε στο κουτί, αν και τα βροντούσε με δύναμη. Γύρω της αναδιδόταν μια αμυδρή υποψία ροδόσταμου. «Ξέρω ότι το φλερτάρισμα δεν θα γεμίσει το κενό, αλλά φτάνει για να γεμίσει μια περαστική στιγμή. Ίσως αρκέσει να γίνω αυτή που γεννήθηκα να γίνω. Δεν είναι καινούρια τούτη η ιδέα· πάντα ήθελα να γίνω σαν τη μητέρα και τις θείες μου, αυτό ονειροπολούσα μερικές φορές ακόμα κι όταν μεγάλωσα».
Η Ληάνε πήρε μια συλλογισμένη έκφραση κι έβαλε απαλά τα τελευταία μικροαντικείμενα στο κουτί. «Μου φαίνεται πως ίσως πάντα να ένιωθα μασκαρεμένη σαν κάτι άλλο, σαν να έφτιαχνα μια μάσκα που έγινε δεύτερη φύση. Υπήρχε μια σοβαρή δουλειά που έπρεπε να γίνει, πιο σοβαρή από κάθε εμπόριο, και μέχρι να συνειδητοποιήσω ότι έστω κι έτσι θα μπορούσα να είχα διαλέξει άλλο δρόμο, η μάσκα ήταν τόσο σφιχτή που δεν έβγαινε. Ε, ό,τι έγινε έγινε, και η μάσκα βγαίνει πια. Σκέφτηκα μάλιστα να ξεκινήσω με τον Λογκαίν πριν από μια βδομάδα, για εξάσκηση. Αλλά είμαι αγύμναστη, και νομίζω ότι ο Λογκαίν είναι από τους ανθρώπους που θα πίστευαν ότι είχα υποσχεθεί περισσότερα απ’ όσα μπορώ να προσφέρω και θα ζητούσαν να γίνουν πράξη». Ένα χαμογελάκι άνθισε ξαφνικά στα χείλη της. «Η μητέρα μου πάντα έλεγε ότι αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, τότε είχες κάνει μεγάλο λάθος στους υπολογισμούς σου· αν δεν υπήρχε τρόπος να το πάρεις πίσω, έπρεπε ή να εγκαταλείψεις την αξιοπρέπεια σου και να το βάλεις στα πόδια, ή να πληρώσεις το τίμημα και να το θεωρήσεις ένα καλό μάθημα». Το χαμόγελο έγινε ζαβολιάρικο. «Η θεία Ρεσάρα έλεγε ότι έπρεπε να πληρώσεις το τίμημα και να το απολαύσεις».