Η Μιν μπόρεσε μόνο να κουνήσει το κεφάλι. Η Ληάνε έμοιαζε να έχει γίνει άλλη γυναίκα. Αν ήταν δυνατόν να μιλά μ’ αυτόν τον τρόπο για...! Το άκουγε και δεν το πίστευε. Και τώρα που το πρόσεχε, η Ληάνε πραγματικά φαινόταν αλλιώτικη. Παρ’ όλο που δούλευε τόση ώρα με τα πινέλα, στο πρόσωπό της η Μιν δεν έβλεπε κανένα ίχνος μπογιάς ή πούδρας, όμως τα χείλη της έμοιαζαν πιο σαρκώδη, τα ζυγωματικά ψηλότερα, τα μάτια μεγαλύτερα. Πάντα ήταν κάτι παραπάνω από ομορφούλα, τώρα όμως η ομορφιά της είχε πενταπλασιαστεί.
Η Σιουάν όμως ακόμα δεν είχε τελειώσει. «Κι αν αυτός ο επαρχιώτης άρχοντας είναι κάποιος σαν τον Λογκαίν;» είπε μαλακά. «Τι θα κάνεις τότε;»
Η Ληάνε όρθωσε το παράστημά της παρά το ότι στεκόταν γονατιστή, ξεροκατάπιε πριν απαντήσει, αλλά η φωνή της ήταν τελείως ήρεμη. «Με τις εναλλακτικές λύσεις που υπάρχουν, εσύ τι θα διάλεγες;»
Έμειναν να αλληλοκαρφώνονται με το βλέμμα και η σιωπή έπεσε βαριά.
Πριν μπορέσει να απαντήσει η Σιουάν —αν σκόπευε να απαντήσει· η Μιν θα έδινε πολλά για να ακούσει την απάντησή της― η αλυσίδα και η κλειδαριά τραντάχτηκαν στην άλλη πλευρά της πόρτας.
Οι δύο γυναίκες σηκώθηκαν σιγά όρθιες, μάζεψαν τα σακίδιά τους προετοιμαζόμενες γαλήνια, όμως η Μιν τινάχτηκε πάνω ενώ ευχόταν να είχε το μαχαίρι στη ζώνη της. Χαζομάρα να εύχομαι τέτοιο πράγμα, σκέφτηκε. Αν το είχα, θα έμπαινα σε χειρότερους μπελάδες. Δεν είμαι ηρωίδα παραμυθιού. Ακόμα κι αν χιμούσα στον φρουρό―
Η πόρτα άνοιξε κι ένας άνδρας που φορούσε δερμάτινο χιτώνιο πάνω από το πουκάμισό του γέμισε την είσοδο. Δεν ήταν απ’ αυτούς που μπορούσε να τους επιτεθεί μια νεαρή γυναίκα, ακόμα και με τη βοήθεια μαχαιριού. Μπορεί ούτε και με τσεκούρι. Φαρδύς ήταν η λέξη που τον περιέγραφε, με γεροδεμένο κορμί. Οι λίγες τρίχες που απέμεναν στο κρανίο του ήταν οι περισσότερες άσπρες, αλλά έμοιαζε σκληρός σαν κούτσουρο γέρικης βαλανιδιάς. «Ώρα να παρουσιαστείτε εσείς, οι κοπέλες, στον άρχοντα», είπε με χοντρή φωνή. «Θα περπατήσετε ή μήπως πρέπει να σας κουβαλήσουμε σαν σακιά; Είτε έτσι, είτε αλλιώς, θα έρθετε μαζί μας, αλλά καλύτερα να μην σας κουβαλάμε με τέτοια ζέστη».
Η Μιν κρυφοκοίταξε πίσω του και είδε δύο ακόμα άνδρες να περιμένουν, γκριζομάλληδες μεν αλλά εξίσου σκληρούς, έστω κι αν δεν ήταν τόσο μεγαλόσωμοι.
«Θα περπατήσουμε», του είπε ξερά η Σιουάν.
«Ωραία. Άντε, λοιπόν. Εμπρός. Του Άρχοντα Γκάρεθ δεν του αρέσει να περιμένει».
Παρ’ όλο που είχαν υποσχεθεί ότι θα περπατήσουν, κάθε άνδρας έπιασε μια γυναίκα από το μπράτσο, καθώς προχωρούσαν στον όλο σκόνη χωματόδρομο. Το χέρι του πρώτου άνδρα είχαν κυκλώσει το μπράτσο της Μιν σαν χαλκάς. Και σκεφτόμουν μήπως το έβαζα στα πόδια, σκέφτηκε αυτή πικρά. Της πέρασε από το νου να τον κλωτσήσει στον καλυμμένο από τη μπότα αστράγαλο, για να δει αν θα χαλάρωνε τη λαβή του, αλλά ο άνδρας φαινόταν τόσο στιβαρός που μάλλον το αποτέλεσμα θα ήταν να της πονέσει το δάχτυλο και να τη σέρνουν σ’ όλο το δρόμο.
Η Ληάνε φαινόταν χαμένη στις σκέψεις της· έκανε μικρές χειρονομίες με το ελεύθερο χέρι, και τα χείλη της κινούνταν δίχως ήχο, σαν να εξέταζε με το νου της αυτά που σκόπευε να πει, αλλά συνεχώς κουνούσε το κεφάλι και ξανάρχιζε απ’ την αρχή. Κι η Σιουάν επίσης ήταν βυθισμένη στην ενδοσκόπηση, αλλά έδειχνε απροκάλυπτα μια ανήσυχη έκφραση με τα φρύδια σμιγμένα, και μάλιστα δάγκωνε το κάτω χείλος της· η Σιουάν ποτέ δεν φανέρωνε τόση ταραχή. Εν γένει οι δυο τους δεν βοηθούσαν καθόλου τη Μιν να βρει λίγη αυτοπεποίθηση.
Ακόμα λιγότερο βοήθησε σ’ αυτό η κοινή αίθουσα με τα δοκάρια στο ταβάνι, εκεί στη Δικαιοσύνη της Καλής Βασίλισσας. Ο Άντμερ Νεμ, με μαλλιά ίσια σαν πράσα και μια κιτρινωπή ουλή γύρω από το πρησμένο μάτι του, στεκόταν σε μια άκρη με πεντ’ έξι εξίσου γεροδεμένα αδέρφια και ξαδέρφια και τις γυναίκες τους, μ’ όλους να φορούν τα καλύτερα σακάκια ή ποδιές που είχαν. Οι αγρότες κοίταζαν τις τρεις κρατούμενες με ένα μίγμα θυμού και ικανοποίησης, που έκανε τη Μιν να νιώσει μια παγωνιά στο στομάχι. Τα άγρια βλέμματα των γυναικών τους ήταν χειρότερα, όλο μίσος. Μπροστά στους άλλους τρεις τοίχους στέκονταν χωρικοί, ντυμένοι για τις δουλειές τις οποίες είχαν εγκαταλείψει για να έρθουν εδώ. Ο σιδεράς ακόμα φορούσε τη δερμάτινη ποδιά του, και αρκετές γυναίκες είχαν ανεβασμένα τα μανίκια και τα χέρια τους ήταν αλευρωμένα. Το δωμάτιο βούιζε από τα μουρμουρητά τους, τόσο των πρεσβυτέρων όσο και των λιγοστών παιδιών, και τα βλέμματά τους είχαν κολλήσει στις τρεις γυναίκες, όλο ένταση σαν τη ματιά του Νεντ. Η Μιν σκέφτηκε ότι σίγουρα πρώτη φορά είχε αναστατωθεί τόσο το Κορ Σπρινγκς. Είχε δει κάποτε πλήθος να έχει τέτοια διάθεση ― ήταν για μια εκτέλεση.