Είχαν βγάλει όλα τα τραπέζια εκτός από ένα, που είχε μπει μπροστά στο μακρύ, τούβλινο τζάκι. Ένας χοντροπρόσωπος, γεροδεμένος άνδρας με γκρίζα μαλλιά στεκόταν αντίκρυ τους φορώντας ένα καλοραμμένο σακάκι από σκούρο πράσινο μετάξι, με τα χέρια σταυρωμένα πάνω στο τραπέζι μπροστά του. Μια λεπτή γυναίκα, ίδιας ηλικίας, στεκόταν πλάι στο τραπέζι, φορώντας ένα φίνο φόρεμα από γκρίζο μαλλί με λευκά άνθη κεντημένα γύρω από το λαιμό. Η Μιν υπέθεσε ότι ήταν ο ντόπιος άρχοντας και η αρχόντισσά του· αριστοκράτες της υπαίθρου, που δεν ήταν πολύ καλύτερα πληροφορημένοι για τον έξω κόσμο απ’ όσο οι πακτωτές και οι μικροκτηματίες τους.
Οι φρουροί τις έβαλαν να καθίσουν μπροστά στο τραπέζι του άρχοντα και ύστερα χάθηκαν μέσα στους θεατές. Η γκριζοντυμένη γυναίκα προχώρησε μπροστά, και τα μουρμουρητά κόπηκαν.
«Όλοι σας δώστε προσοχή και τα αυτιά ανοίξτε», ανακοίνωσε η γυναίκα, «επειδή σήμερα θα απονεμηθεί δικαιοσύνη από τον Άρχοντα Γκάρεθ Μπράυν. Κρατούμενες, έχετε κληθεί να παρουσιαστείτε στην κρίση του Άρχοντα Μπράυν». Δεν ήταν λοιπόν η αρχόντισσα του άρχοντα· ήταν κάποια επίσημη αξιωματούχος. Γκάρεθ Μπράυν; Σύμφωνα με τα τελευταία νέα που είχε ακούσει η Μιν, ήταν Στρατηγός των Φρουρών της Βασίλισσας, στο Κάεμλυν. Αν ήταν ο ίδιος. Έριξε μια ματιά στη Σιουάν, όμως η Σιουάν είχε το βλέμμα χαμηλωμένο στις φαρδιές σανίδες του πατώματος μπροστά στα πόδια της. Όποιος κι αν ήταν, αυτός εδώ ο Μπράυν φαινόταν κουρασμένος.
«Κατηγορείστε», συνέχισε η γκριζοντυμένη, «για καταπάτηση ξένης ιδιοκτησίας μέσα στη νύχτα, για εμπρησμό και καταστροφή ενός κτηρίου με τα περιεχόμενα του, για το θάνατο πολύτιμων ζώων, για επίθεση στο πρόσωπο του Άντμερ Νεμ και για την κλοπή ενός πουγκιού, που λέγεται ότι περιείχε χρυσάφι και ασήμι. Είναι γνωστό ότι η επίθεση και η κλοπή είναι έργο του συντρόφου σας, ο οποίος διαφεύγει τη σύλληψη, αλλά εσείς οι τρεις είστε συνυπαίτιες σύμφωνα με το νόμο».
Κοντοστάθηκε, για να τις αφήσει να το χωνέψουν, και η Μιν αντάλλαξε πικρές ματιές με τη Ληάνε. Ο Λογκαίν δεν μπορούσε να μην προσθέσει και την κλοπή σ’ αυτό το χαμό. Σίγουρα τώρα θα ’ταν στο δρόμο για το Μουράντυ, μπορεί και να είχε φτάσει.
Μετά από μια στιγμή, η γυναίκα ξανάρχισε να μιλά. «Οι κατήγοροι σας είναι εδώ, ενώπιος ενωπίω». Έκανε νόημα στο σμάρι των Νεμ. «Άντμερ Νεμ, δώσε τη μαρτυρία σου».
Ο σωματώδης άνδρας προχώρησε μπροστά με ύφος μαζί πομπώδες και αμήχανο, ενώ τράβηξε το σακάκι του να χαλαρώσει εκεί που τα ξύλινα κουμπιά αγωνίζονταν πάνω από την κοιλιά του, πέρασε τα χέρια του μέσα από τα αραιά μαλλιά του, που όλο του έπεφταν στο πρόσωπο. «Όπως τα ’χω πει, Άρχοντα Γκάρεθ, να τι έγινε...»
Εξιστόρησε χωρίς περιπλοκές το πώς είχε ανακαλύψει την ομάδα τους στον αχυρώνα και τους είχε διατάξει να βγουν έξω, αν και πρόσθεσε είκοσι πόντους στο μπόι του Λογκαίν, ενώ το μοναδικό χτύπημα που του είχε καταφέρει ο άλλος το μετέτρεψε σε καυγά, στον οποίο ο ίδιος ο Νεμ ανταπέδωσε στα ίσα το ξύλο που έφαγε. Το φανάρι είχε πέσει κάτω, ο σανός λαμπάδιασε, η υπόλοιπη οικογένεια ξεχύθηκε από την αγροικία λίγο πριν χαράξει· είχαν συλλάβει τις κρατούμενες, ο αχυρώνας είχε γίνει παρανάλωμα του πυρός, και ύστερα είχαν ανακαλύψει την κλοπή του πουγκιού. Πέρασε στα γρήγορα το σημείο που ένας υπηρέτες του Άρχοντα Μπράυν πέρασε από τα μέρη τους, καθώς μερικοί του σογιού έφερναν σκοινιά και κοίταζαν τα κλαριά των δένδρων.
Όταν ξανάπιασε να λέει για τον “τσακωμό” —απ’ ό,τι φαινόταν, αυτή τη φορά είχε νικήσει― ο Μπράυν τον διέκοψε. «Αρκούν αυτά, αφέντη Νεμ. Μπορείς να γυρίσεις στη θέση σου».
Αντί να φύγει ο Νεμ, τον πλησίασε μια στρογγυλοπρόσωπη συγγενής του, συνομήλικη με τη γυναίκα του Άντμερ. Το πρόσωπό της ήταν στρογγυλωπό αλλά όχι μαλακό· ήταν στρογγυλό σαν τηγάνι ή ποταμίσια πέτρα. Είχε αναψοκοκκινίσει και γι’ αυτό δεν έφταιγε μόνο ο θυμός. «Ρίξε ένα καλό μαστίγωμα σ’ αυτά τα θηλυκά, Άρχοντα Γκάρεθ, μ’ ακούς; Βάλε να τις μαστιγώσουν καλά και διώξ’ τες πομπεμένες στο Τζόρνχιλ!»
«Κανένας δεν σου ζήτησε να μιλήσεις, Μάιγκαν», είπε κοφτά η λεπτοκαμωμένη γυναίκα με τα γκρίζα ρούχα. «Έχουμε δίκη εδώ, όχι συνέλευση για να ακούσουμε αιτήματα. Κάντε πίσω εσύ και ο Άντμερ. Αμέσως». Την υπάκουσαν, ο Άντμερ με μεγαλύτερη προθυμία από τη Μάιγκαν. Η γκριζοντυμένη γυναίκα στράφηκε στη Μιν και τις συντρόφισσές της. «Αν επιθυμείτε να καταθέσετε τη μαρτυρία σας, είτε για υπεράσπισή σας είτε για ελαφρυντικά, μπορείτε να μιλήσετε τώρα». Στη φωνή της δεν φαινόταν η παραμικρή συμπόνια, ούτε και κανένα άλλο συναίσθημα.