Η Μιν περίμενε ότι θα μιλούσε η Σιουάν —πάντα αυτή έπαιρνε τα ηνία, αυτή μιλούσε― αλλά η Σιουάν ούτε σάλεψε, ούτε σήκωσε τα μάτια. Αντιθέτως, η Ληάνε πλησίασε το τραπέζι, με τα μάτια στον άνδρα που καθόταν από την άλλη πλευρά.
Στεκόταν στητή όπως πάντα, όμως το συνηθισμένο βάδισμά της —βήματα όλο χάρη, αλλά πάντως βήματα― είχε μετατραπεί σε κάτι σαν ανέμισμα, με ίχνη από αιθέριο λίκνισμα. Κατά κάποιον τρόπο, οι γοφοί και ο κόρφος της έμοιαζαν πιο φανεροί. Όχι πως επεδείκνυε κάτι· απλώς ήταν ο τρόπος που κινούνταν αυτό που σε έκανε να τα αντιλαμβάνεσαι. «Άρχοντά μου, είμαστε τρεις αβοήθητες γυναίκες, πρόσφυγες από τις θύελλες που λυσσομανούν στον κόσμο». Ο τόνος της, που συνήθως ήταν κοφτός, τώρα είχε χαθεί και τη θέση του είχε πάρει ένα απαλό, βελούδινο χάδι. Ένα φως φαινόταν στα μαύρα μάτια της, μια φλογερή πρόκληση. «Άπορες και χαμένες, ζητήσαμε καταφύγιο στον αχυρώνα του αφέντη Νεμ. Ήταν σφάλμα, το ξέρω, όμως φοβόμασταν τη νύχτα». Μια μικρή χειρονομία, με τα χέρια μισοσηκωμένα και τις παλάμες στραμμένες προς τον Μπράυν, την έκανε για μια στιγμή να δείξει εντελώς ανήμπορη. Όμως μόνο για εκείνη τη στιγμή. «Αυτός ο άνδρας, ο Ντάλυν, μας ήταν ξένος, κάποιος που μας πρόσφερε την προστασία του. Στους καιρούς που ζούμε, οι γυναίκες που είναι μόνες πρέπει να έχουν έναν προστάτη, Άρχοντα μου, φοβάμαι όμως πως κάναμε κακή επιλογή». Το πλάτεμα των ματιών της και ένα ικετευτικό βλέμμα είπαν ότι ο Άρχοντας θα ήταν καλύτερη. «Πράγματι αυτός επιτέθηκε στον αφέντη Νεμ, Άρχοντά μου· εμείς θα το είχαμε σκάσει, ή θα δουλεύαμε για να ξεπληρώσουμε τη φιλοξενία της βραδιάς». Κάνοντας το γύρο του τραπεζιού, γονάτισε με χάρη πλάι στην καρέκλα του Μπράυν και ακούμπησε απαλά ένα δάχτυλό της στο καρπό του, ενώ ύψωνε το βλέμμα στα μάτια του. Ένα τρέμουλο έπιασε τη φωνή της, όμως το μειδίαμά της αρκούσε για να κάνει την καρδιά κάθε άνδρα να χτυπήσει δυνατά. Άφηνε τόσους υπαινιγμούς αυτό το κρυφό χαμόγελο. «Άρχοντά μου, είμαστε ένοχες για ένα μικρό έγκλημα, όμως όχι για τόσα που μας κατηγορούν. Επαφιόμαστε στο έλεος σου. Σε ικετεύω, Άρχοντά μου, δείξε συμπόνια και προστάτευσε μας».
Για μια ατέλειωτη στιγμή, ο Μπράυν κοίταξε τα μάτια της. Και μετά, ξεροβήχοντας τραχιά, έσπρωξε πίσω την καρέκλα του, σηκώθηκε κι έκανε το γύρο του τραπεζιού. Κάποια αναστάτωση επικράτησε στους αγρότες και τους χωρικούς, οι άνδρες ξερόβηξαν να καθαρίσουν το λαιμό τους, όπως είχε κάνει ο άρχοντάς τους, οι γυναίκες μουρμούρισαν μέσα από τα δόντια τους. Ο Μπράυν στάθηκε μπροστά στη Μιν. «Πώς σε λένε, κορίτσι μου;»
«Μιν, Άρχοντά μου». Άκουσε το πνιχτό γρύλισμα της Σιουάν και πρόσθεσε βιαστικά, «Σερένλα Μιν. Όλοι με λένε Σερένλα, Άρχοντά μου».
“Η μητέρα σου το είχε προαίσθημα”, μουρμούρισε αυτός χαμογελώντας. Δεν ήταν ο πρώτος που αντιδρούσε έτσι στο όνομά της. «Έχεις να δηλώσεις κάτι, Σερένλα;»
«Μόνο ότι λυπάμαι πολύ, Άρχοντά μου, και ότι στ’ αλήθεια δεν φταίμε εμείς. Όλα τα έκανε ο Ντάλυν. Ζητώ έλεος, Άρχοντά μου». Αυτό δεν έλεγε πολλά μετά την ικεσία της Ληάνε —τα πάντα θα ωχριούσαν σε σύγκριση με την παράσταση της Ληάνε― αλλά ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσε να κάνει. Το στόμα της ήταν ξερό σαν το δρόμο έξω. Αν, άραγε, αποφάσιζε να τις κρεμάσει;
Αυτός ένευσε και πλησίασε τη Σιουάν, η οποία ακόμα κοίταζε απορροφημένη το πάτωμα. Της έπιασε το σαγόνι με τη χούφτα του και σήκωσε το πρόσωπό της, για να τον δουν τα μάτια της. «Και πώς είναι το δικό σου όνομα, κορίτσι μου;»
Η Σιουάν τίναξε το κεφάλι, για να ξεφύγει από το χέρι του, κι έκανε ένα βήμα πίσω. «Μάρα, Άρχοντά μου», ψιθύρισε. «Μάρα Τομάνες».
Η Μιν άφησε ένα αδιόρατο μουγκρητό. Η Σιουάν ήταν ολοφάνερα φοβισμένη, αλλά ταυτοχρόνως τον κοίταζε απείθαρχα. Η Μιν σχεδόν περίμενε ότι η συντρόφισσα της θα απαιτούσε από τον Μπράυν να τις αφήσει αμέσως ελεύθερες. Αυτός τη ρώτησε αν ήθελε να δηλώσει κάτι, κι εκείνη αρνήθηκε μ’ άλλο ένα τρεμουλιαστό ψίθυρο, όμως συνεχώς τον κοίταζε σαν να είχε εκείνη το πάνω χέρι. Μπορεί η Σιουάν να έλεγχε τη γλώσσα της, όμως σίγουρα όχι το βλέμμα της.
Μετά από λίγο, ο Μπράυν γύρισε κι έφυγε από μπροστά της. «Πάνε μαζί με τις φίλες σου, κορίτσι μου», είπε στη Ληάνε, καθώς πλησίαζε την καρέκλα του. Εκείνη πήγε να τις βρει με φανερή τη σύγχυση στο πρόσωπό της και με μια έκφραση, που η Μιν αν την έβλεπε σε άλλη θα έλεγε ότι έδειχνε εκνευρισμό.
«Πήρα την απόφασή μου», είπε ο Μπράυν, απευθυνόμενος γενικά στην αίθουσα. “Τα εγκλήματα είναι σοβαρά και τίποτα απ’ όσα άκουσα δεν αναιρεί τα γεγονότα. Αν τρεις άνδρες τρυπώσουν στο σπίτι κάποιου για να του κλέψουν τα καντηλέρια κι ένας επιτεθεί στον σπιτονοικοκύρη, τότε και οι τρεις είναι εξίσου ένοχοι. Πρέπει να δοθεί αποζημίωση. Αφέντη Νεμ, θα σου πληρώσω το κόστος της επισκευής του αχυρώνα σου και το κόστος των έξι αγελάδων που είχες για άρμεγμα”. Τα μάτια του γεροδεμένου αγρότη φωτίστηκαν, μέχρι που ο Μπράυν πρόσθεσε, «Η Κάραλιν θα σου χορηγήσει το ποσόν, όταν μάθει και συμφωνήσει για τα κόστη και τις τιμές. Απ’ ό,τι ξέρω, μερικές αγελάδες δεν έβγαζαν πια πολύ γάλα». Η λεπτή γκριζοντυμένη γυναίκα ένευσε ικανοποιημένη. «Για το καρούμπαλό σου, ορίζω ένα ασημένιο μάρκο. Μην παραπονιέσαι», του είπε με τόνο που δεν σήκωνε κουβέντα, καθώς ο Νεμ άνοιγε το στόμα του. «Η Μάιγκαν σου κάνει και χειρότερα, όταν το παρατραβάς στο ποτό». Ένα κύμα γέλιου στους θεατές ήταν η απάντηση, που δεν υποχώρησε παρά τις ντροπαλές ματιές του Νεμ, και ίσως να δυνάμωσε από το βλέμμα που έριξε με σφιγμένα χείλη η Μάιγκαν στο σύζυγό της. «Επίσης θα του αναπληρώσω τα περιεχόμενα του κλεμμένου πουγκιού. Όταν η Κάραλιν βεβαιωθεί για το ποσόν που υπήρχε εκεί». Ο Νεμ και η σύζυγος του έδειχναν και οι δύο εξίσου δυσαρεστημένοι, αλλά δεν έκαναν να μιλήσουν· ήταν φανερό ότι τους είχε δώσει ό,τι ήταν να τους δώσει. Η Μιν άρχισε να ελπίζει.