Выбрать главу

Ακουμπώντας με τους αγκώνες στο τραπέζι, ο Μπράυν έστρεψε την προσοχή του πάνω της και στις άλλες δύο. Τα λόγια του, όπως έβγαιναν αργά, της έδεσαν το στομάχι κόμπο. «Εσείς οι τρεις θα δουλέψετε για μένα, με τον κανονικό μισθό για ό,τι δουλειές σας ανατεθούν, μέχρι να μου ξεπληρώσετε το ποσό που έδωσα. Μην νομίζετε ότι είμαι επιεικής. Αν δώσετε όρκο που θα με κάνει να πιστέψω ότι δεν χρειάζεστε φρούρηση, τότε θα μπορέσετε να δουλέψετε στο μέγαρό μου. Αν όχι, τότε θα πάτε στα χωράφια, όπου κάθε στιγμή θα είστε υπό το βλέμμα κάποιου. Οι μισθοί είναι μικρότεροι στα χωράφια, αλλά η απόφαση είναι δική σας».

Η Μιν σκάλισε έξαλλα το νου της να βρει ποιος μπορεί να ήταν ο πιο ελαφρύς όρκος που ίσως τον ικανοποιούσε. Δεν ήθελε ποτέ να πατά τους όρκους της, αλλά ήθελε να το σκάσει μόλις παρουσιαζόταν η ευκαιρία, και δεν ήθελε να έχει στη συνείδηση της την παραβίαση ενός μεγάλου όρκου.

Κι η Ληάνε επίσης έδειχνε να ψάχνει, όμως η Σιουάν δεν δίστασε καθόλου και αμέσως γονάτισε σταυρώνοντας τα χέρια στην καρδιά της. Είχε καρφώσει τα μάτια στον Μπράυν, και η απείθαρχη έκφρασή της δεν είχε καταλαγιάσει διόλου. «Ορκίζομαι στο Φως και στην ελπίδα της λύτρωσης και της αναγέννησής μου να σε υπηρετώ μ’ ό,τι τρόπο ζητάς για όσο μου το ζητάς, αλλιώς ο Δημιουργός να αποστρέψει το πρόσωπό του από μένα παντοτινά και το σκοτάδι να καταπιεί την ψυχή μου». Είπε τα λόγια της με ένα βραχνό ψίθυρο, όμως προκάλεσαν νεκρική σιγή. Δεν υπήρχε δυνατότερος όρκος, εκτός αν ήταν ο όρκος που έδιναν οι γυναίκες που γίνονταν Άες Σεντάι, και η Ράβδος των Όρκων τις δέσμευαν σαν να ήταν ο όρκος μέλος του κορμιού τους.

Η Ληάνε κοίταξε τη Σιουάν· ύστερα έπεσε κι αυτή στα γόνατα. «Ορκίζομαι στο Φως και στην ελπίδα της λύτρωσης και της αναγέννησής μου...»

Η Μιν πάλευε απελπισμένα, ψάχνοντας να βρει διέξοδο. Αν έδινε κατώτερο όρκο απ’ αυτές, αυτό σήμαινε ότι σίγουρα θα την έστελναν στα χωράφια, και κάποιο μάτι θα την παρακολουθούσε κάθε στιγμή, όμως ο όρκος αυτός... Όπως της είχαν μάθει, αν τον παραβίαζε θα ήταν σχεδόν έγκλημα, μπορεί και καθαυτό έγκλημα. Μα όμως δεν υπήρχε διέξοδος. Από τη μια ο όρκος, από την άλλη κοπιαστική δουλειά στα χωράφια για ποιος άραγε ήξερε πόσα χρόνια και μάλλον κλείδωμα τα βράδια. Σωριάστηκε στα γόνατα πλάι στις δύο άλλες και μουρμούρισε τα λόγια, αλλά μέσα της ούρλιαζε. Σιουάν, τι ανόητη που είσαι! Πού μας έμπλεξες; Δεν μπορώ να μείνω εδώ! Πρέπει να πάω στον Ραντ! Αχ, Φως μου, βοήθησέ με!

«Ε, λοιπόν», είπε απαλά ο Μπράυν, όταν η Μιν είπε και την τελευταία λέξη, «αυτό δεν το περίμενα. Αλλά μου αρκεί. Κάραλιν, πάρε σε μια άκρη τον αφέντη Νεμ και μάθε πόσο νομίζει ότι κοστίζουν οι ζημιές του. Και βγάλε έξω όλο τον κόσμο εκτός απ’ αυτές τις τρεις. Και φρόντισε να μεταφερθούν στο μέγαρο. Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν νομίζω ότι θα χρειαστούν φρουροί».

Η λεπτοκαμωμένη γυναίκα τού έριξε μια ταλαιπωρημένη ματιά, όμως δεν άργησε να διώξει τον κόσμο που μαζεύτηκε πλήθος έξω. Ο Άντμερ Νεμ και οι άνδρες συγγενείς του έμειναν κοντά της, με την απληστία να διαγράφεται πιο έντονη στο πρόσωπό του. Οι γυναίκες της οικογένειας δεν έδειχναν λιγότερο άπληστες, αλλά πρόσεξαν να ρίξουν μερικές άγριες ματιές στη Μιν και τις άλλες δύο, οι οποίες έμειναν γονατισμένες, καθώς άδειαζε η αίθουσα. Η Μιν προσωπικά δεν ήξερε αν θα την κρατούσαν όρθια τα πόδια της αν σηκωνόταν. Οι φράσεις επαναλαμβάνονταν συνεχώς στο νου της. Αχ, Σιουάν, γιατί; Δεν μπορώ να μείνω εδώ. Δεν μπορώ!

«Έχουν περάσει μερικοί ακόμα πρόσφυγες από δω», είπε ο Μπράυν, όταν είχαν βγει και οι τελευταίοι χωρικοί. Έγειρε πίσω στην καρέκλα του, εξετάζοντάς τις. «Ποτέ όμως μια τόσο παράξενη τριάδα. Μια Ντομανή. Μια Δακρυνή;» Η Σιουάν ένευσε κοφτά. Οι δυο τους σηκώθηκαν· η λυγερή γυναίκα με τη μπρούντζινη επιδερμίδα ξεσκόνισε ντελικάτα τα γόνατά της, η Σιουάν απλώς σηκώθηκε. Η Μιν κατόρθωσε να τις μιμηθεί και στάθηκε στα τρεμάμενα πόδια της. «Κι εσύ, Σερένλα». Άλλη μια φορά φάνηκε ένα αδιόρατο χαμόγελο στο πρόσωπό του με τη μνημόνευση του ονόματός της. «Από κάπου στα δυτικά του Άντορ, εκτός αν μαντεύω λάθος την προφορά σου».