Υγρή φωτιά έκαψε την κιονοστοιχία, τόσο καυτή, που έκανε τη δική της φωτιά να μοιάζει κρύα. Το σοκ την ανάγκασε να αφήσει την ύφανση, και σήκωσε το χέρι να προστατέψει το πρόσωπό της, αλλά, προτού το σηκώσει ψηλά, η υγρή φωτιά είχε χαθεί. Το ίδιο και ο Ράχβιν. Δεν πίστευε ότι είχε ξεφύγει. Για μια στιγμούλα, τόσο σύντομη, που ίσως την είχε φανταστεί, εκείνη η λευκή δέσμη τον είχε αγγίξει και ο Ράχβιν είχε γίνει... ομίχλη. Μόνο για μια στιγμούλα. Μπορεί να την είχε φανταστεί. Μα δεν το πίστευε. Πήρε μια βαθιά τρεμάμενη ανάσα.
Η Μογκέντιεν είχε κρύψει το πρόσωπο στα χέρια και κλαψούριζε, ριγούσε. Το μόνο συναίσθημα που ένιωθε η Νυνάβε μέσω του α’ντάμ ήταν ανακούφιση, τόσο ισχυρή που έπνιγε οτιδήποτε άλλο.
Βιαστικές μπότες ακούστηκαν στα σκαλιά από κάτω.
Η Νυνάβε γύρισε, κάνοντας ένα βήμα προς τη στριφογυριστή σκάλα. Ένιωσε έκπληξη, συνειδητοποιώντας ότι έπινε μεγάλες γουλιές σαϊντίν, και κράτησε τον εαυτό της σε εγρήγορση.
Η έκπληξη έσβησε μόλις εμφανίστηκε ο Ραντ. Δεν ήταν όπως τον θυμόταν. Τα χαρακτηριστικά του ήταν τα ίδια, αλλά το πρόσωπό του ήταν σκληρό. Τα μάτια του ήταν από γαλάζιο πάγο. Τα ματωμένα σχισίματα στο σακάκι και το παντελόνι, το αίμα στο πρόσωπο, όλα έμοιαζαν να ταιριάζουν με κείνο το πρόσωπο.
Με τέτοια όψη, η Νυνάβε δεν θα ξαφνιαζόταν, αν ο Ραντ σκότωνε τη Μογκέντιεν επιτόπου μόλις ανακάλυπτε ποια ήταν. Όμως η Νυνάβε είχε κι άλλο λόγο για να τη χρησιμοποιήσει. Το α’ντάμ θα το αναγνώριζε. Δίχως άλλη σκέψη, η Νυνάβε το άλλαξε, έκανε το λουρί να εξαφανιστεί, αφήνοντας μονάχα το ασημένιο βραχιόλι στον καρπό της και το κολάρο στη Μογκέντιεν. Την έπιασε στιγμιαίος πανικός όταν κατάλαβε τι είχε κάνει, όμως αναστέναξε, καταλαβαίνοντας ότι ακόμα ένιωθε την άλλη γυναίκα. Το α’ντάμ δούλευε όπως είχε πει η Ηλαίην. Ο Ραντ ίσως να μην το είχε δει. Η Νυνάβε στεκόταν ανάμεσα σ’ αυτόν και στη Μογκέντιεν· το λουρί πριν κρεμόταν πίσω της.
Αυτός ούτε που κοίταξε καλά-καλά τη Μογκέντιεν. «Αναρωτιόμουν γι’ αυτές τις φλόγες, όπως ανέβαινα. Σκέφτηκα ότι μπορεί να ήσουν εσύ ή... Τι μέρος είναι αυτό; Εδώ συναντάς την Εγκουέν;»
Η Νυνάβε σήκωσε το βλέμμα πάνω του και προσπάθησε να μην ξεροκαταπιεί. Ήταν τόσο παγωμένο εκείνο το πρόσωπο. «Ραντ, οι Σοφές λένε ότι αυτό που έκανες, αυτό που κάνεις, είναι επικίνδυνο, ίσως και κακό. Λένε ότι χάνεις κάτι από τον εαυτό σου όταν έρχεσαι εδώ με σάρκα και οστά, κάποιο μέρος απ’ αυτό που σε κάνει άνθρωπο».
«Οι Σοφές τα ξέρουν όλα;» Την προσπέρασε και στάθηκε κοιτώντας την κιονοστοιχία. «Κάποτε νόμιζα ότι οι Άες Σεντάι τα ξέρουν όλα. Δεν έχει σημασία. Δεν ξέρω πόσο άνθρωπος έχει περιθώριο να είναι ο Αναγεννημένος Δράκοντας».
«Ραντ, θα...» Δεν ήξερε τι να πει. «Έλα, άσε με να σε Θεραπεύσω τουλάχιστον».
Εκείνος έμεινε ακίνητος και την άφησε να του πιάσει το κεφάλι και με τα δύο χέρια. Αυτή προσπάθησε να πνίξει το μορφασμό της. Οι πρόσφατες πληγές δεν ήταν σοβαρές, απλώς πολυάριθμες —τι άραγε τον είχε δαγκώσει; ήταν σίγουρη ότι οι περισσότερες πληγές ήταν από δαγκωνιές― όμως η παλιά πληγή, εκείνη η μισογιατρεμένη, η παντοτινά αγιάτρευτη λαβωματιά στο πλευρό του, ήταν μια ρουφήχτρα σκοταδιού, ένα πηγάδι γεμάτο με κάτι που η Νυνάβε σκέφτηκε ότι πρέπει να ήταν σαν το μόλυσμα του σαϊντίν. Διαβίβασε τις πολύπλοκες ροές, Αέρα και Νερό, Πνεύμα, ακόμα και Φωτιά και Γη σε μικρές ποσότητες, που αποτελούσαν τη Θεραπεία. Ο Ραντ δεν μούγκρισε, δεν τινάχτηκε. Δεν ανοιγόκλεισε καν τα μάτια. Ανατρίχιασε. Αυτό ήταν όλο. Κι έπειτα της έπιασε τους καρπούς και κατέβασε τα χέρια της από το πρόσωπό του. Η Νυνάβε δεν αντιστάθηκε. Οι φρέσκιες πληγές του είχαν χαθεί, όλα τα δαγκώματα και οι αμυχές και οι μελανιές, όχι όμως η παλιά λαβωματιά. Τίποτα δεν είχε αλλάξει εκεί. Εκτός από το θάνατο, τα πάντα θα έπρεπε να Θεραπεύονται. Τα πάντα!
«Είναι νεκρός;» τη ρώτησε ήρεμα. «Τον είδες να πεθαίνει;»
«Είναι νεκρός, Ραντ. Τον είδα».
Αυτός ένευσε. «Όμως υπάρχουν ακόμα κι άλλοι, σωστά; Αλλοι... Εκλεκτοί».
Η Νυνάβε ένιωσε μια σουβλιά πόνου να έρχεται από τη Μογκέντιεν, όμως δεν κοίταξε πίσω. «Ραντ, πρέπει να φύγεις. Ο Ράχβιν είναι νεκρός και αυτό το μέρος είναι επικίνδυνο για σένα, όπως είσαι εδώ. Πρέπει να φύγεις και να μην ξανάρθεις με το σώμα σου».
«Θα φύγω».
Ο Ραντ δεν έκανε κάτι απ’ όσο μπορούσε να δει ή να νιώσει η Νυνάβε —φυσικά, δεν θα μπορούσε να το καταλάβει― αλλά, για μια στιγμή, της φάνηκε ότι ο διάδρομος πίσω του είχε... αλλάξει με κάποιον τρόπο. Αλλά δεν φαινόταν διαφορετικός. Μόνο που... Ανοιγόκλεισε τα μάτια της. Η μισοσπασμένη κολόνα στην κιονοστοιχία πίσω του δεν υπήρχε πια, ούτε η τρύπα στα πέτρινα κάγκελα.