Выбрать главу

Αυτός συνέχισε σαν να μην είχε γίνει τίποτα. «Πες στην Ηλαίην... Ζήτα της να μη με μισήσει. Ρώτα την...» Το πρόσωπό του αλλοιώθηκε από τον πόνο. Για μια στιγμή, η Νυνάβε είδε το αγόρι που ήξερε, που έμοιαζε σαν να του αποσπούσαν με βία κάτι πολύτιμο. Άπλωσε το χέρι να τον παρηγορήσει, κι αυτός έκανε πίσω, με το πρόσωπο πάλι πέτρινο, βλοσυρό. «Ο Λαν είχε δίκιο. Πες στην Ηλαίην να με ξεχάσει, Νυνάβε. Πες της ότι βρήκα μια άλλη ν’ αγαπήσω, και πως δεν χωράει κι αυτή. Ο Λαν ήθελε να σου πω το ίδιο πράγμα. Βρήκε κι αυτός μια άλλη. Είπε να τον ξεχάσεις. Καλύτερα να μην είχατε γεννηθεί ποτέ παρά να μας αγαπήσετε». Πάλι έκανε πίσω, τρία μεγάλα βήματα, ο διάδρομος φάνηκε να γυρνά μαζί του με τρόπο που τη ζάλισε —ή τουλάχιστον ένα μέρος του διαδρόμου― και χάθηκε.

Η Νυνάβε κοίταξε το σημείο όπου μόλις πριν ήταν ο Ραντ, κι όχι την ζημιά στην κιονοστοιχία που τρεμόσβηνε και επανεμφανιζόταν. Αυτό του είχε ζητήσει να πει ο Λαν;

«Είναι... ένας αξιοπρόσεκτος άνθρωπος», είπε μαλακά η Μογκέντιεν. «Ένας εξαιρετικά επικίνδυνος άνθρωπος».

Η Νυνάβε την κοίταξε. Κάτι καινούριο ερχόταν σ’ εκείνη από το βραχιόλι. Υπήρχε ακόμα φόβος εκεί, όμως τον έπνιγε... Προσμονή, αυτή έμοιαζε να είναι η καλύτερη λέξη για να το περιγράψει.

«Σε βοήθησα, έτσι δεν είναι;» είπε η Μογκέντιεν. «Ο Ράχβιν είναι νεκρός, ο Ραντ αλ’Θόρ σώθηκε. Τίποτα απ’ αυτά δεν θα γινόταν χωρίς εμένα».

Η Νυνάβε τώρα κατάλαβε. Ήταν μάλλον ελπίδα παρά προσμονή. Κάποια στιγμή, η Νυνάβε θα έπρεπε να ξυπνήσει. Το α’ντάμ θα εξαφανιζόταν. Η Μογκέντιεν ήθελε να της θυμίσει την αρωγή που είχε προσφέρει —λες και δεν είχε αναγκαστεί να την πάρει δια της βίας― σε περίπτωση που η Νυνάβε προσπαθούσε να σκληρύνει τον εαυτό της για να τη σκοτώσει προτού φύγει. «Είναι ώρα να φεύγω κι εγώ», είπε η Νυνάβε. Η Μογκέντιεν δεν άλλαξε έκφραση, αλλά ο φόβος δυνάμωσε, το ίδιο και η ελπίδα. Ένα μεγάλο ασημένιο κύπελλο εμφανίστηκε στο χέρι της Νυνάβε, που έμοιαζε να είναι γεμάτο τσάι. «Πιες το».

Η Μογκέντιεν έκανε πίσω. «Τι-;»

«Δεν είναι δηλητήριο. Θα μπορούσα πανεύκολα να σε σκοτώσω και χωρίς αυτό, αν ήταν ο σκοπός μου. Στο κάτω-κάτω, ό,τι σου συμβεί εδώ είναι αληθινό και στον ξυπνητό κόσμο». Η ελπίδα τώρα ήταν πολύ δυνατότερη από το φόβο. «Θα σε κάνει να κοιμηθείς. Θα σου φέρει ένα βαθύ ύπνο, τόσο βαθύ, που δεν θα μπορείς να αγγίξεις τον Τελ’αράν’ριοντ. Λέγεται διχαλόριζα».

Η Μογκέντιεν πήρε αργά το κύπελλο. «Για μη μπορέσω να σε ακολουθήσω; Δεν θα διαφωνήσω». Έγειρε το κεφάλι και το ήπιε ως τον πάτο.

Η Νυνάβε την παρακολουθούσε. Η άλλη είχε πιει τόσο πολύ, ώστε κανονικά θα έπρεπε να αποκοιμηθεί αμέσως. Όμως μια άσπλαχνη διάθεση έκανε τη Νυνάβε να μιλήσει. Ήξερε ότι ήταν άσπλαχνο και δεν την ένοιαζε. Η Μογκέντιεν δεν δικαιούταν να κοιμηθεί γαλήνια. «Ήξερες ότι η Μπιργκίτε δεν είναι νεκρή». Τα μάτια της Μογκέντιεν στένεψαν λιγάκι. «Ήξερες ποια είναι η Φαολάιν». Τα μάτια της άλλης έκαναν να πλατύνουν, όμως ήταν ήδη νυσταγμένη. Η Νυνάβε ένιωσε την επίδραση της διχαλόριζας να δυναμώνει. Συγκέντρωσε την προσοχή της στη Μογκέντιεν, που ήταν αιχμάλωτη εδώ στον Τελ’αράν’ριοντ. Δεν θα είχε ήσυχο ύπνο μια Αποδιωγμένη. «Και επίσης ήξερες ποια είναι η Σιουάν, ότι ήταν κάποτε η Έδρα της Άμερλιν. Αυτό ποτέ δεν το ανέφερα στον Τελ’αράν’ριοντ. Ποτέ. Θα σε δω πολύ σύντομα. Στο Σαλιντάρ».

Τα μάτια της Μογκέντιεν γύρισαν προς τα πάνω. Η Νυνάβε δεν ήξερε αν έφταιγε η διχαλόριζα ή αν είχε λιποθυμήσει, αλλά δεν είχε σημασία. Άφησε την άλλη γυναίκα, και η Μογκέντιεν έσβησε. Το ασημένιο κολάρο κουδούνισε, χτυπώντας στα πλακάκια του πατώματος. Η Ηλαίην θα χαιρόταν γι’ αυτό, αν μη τι άλλο.

Η Νυνάβε βγήκε από το Όνειρο.

* * *

Ο Ραντ έτρεχε στους διαδρόμους του παλατιού. Έμοιαζε να υπάρχουν λιγότερες ζημιές απ’ όσο θυμόταν, αλλά δεν πολυκοίταζε. Βγήκε στη μεγάλη αυλή μπροστά στο παλάτι. Ριπές Αέρα σχεδόν γκρέμιζαν τις ψηλές πύλες από τους μεντεσέδες τους. Πιο πέρα υπήρχε μια πελώρια οβάλ πλατεία κι εκεί υπήρχε αυτό που έψαχνε. Τρόλοκ και Μυρντράαλ. Ο Ράχβιν ήταν νεκρός και οι άλλοι Αποδιωγμένοι βρίσκονταν αλλού, όμως υπήρχαν Τρόλοκ και Μυρντράαλ στο Κάεμλυν, που έπρεπε να σκοτωθούν.

Μια αγκαθερή μάζα εκατοντάδων, ίσως χιλιάδων, πολεμούσε, περικυκλώνοντας κάτι, το οποίο ο Ραντ δεν μπορούσε να διακρίνει μέσα από τα στίφη τους με τις μαύρες αρματωσιές, κάτι ψηλό σαν Μυρντράαλ σε άλογο. Μόλις που διέκρινε το πορφυρό λάβαρό του βαθιά ανάμεσά τους. Κάποιοι γύρισαν να κοιτάξουν το παλάτι, καθώς οι πύλες άνοιγαν με πάταγο.

Όμως ο Ραντ σταμάτησε απότομα. Πύρινες μπάλες κυλούσαν μέσα στην πυκνή μαύρη μάζα και καμένοι Τρόλοκ κείτονταν παντού. Αυτό ήταν αδύνατον.