Выбрать главу

«Σου φέραμε λίγη σούπα», είπε η Σομάρα, δείχνοντας με το ξανθό της κεφάλι έναν ασημένιο δίσκο σκεπασμένο μ’ ένα ριγέ πανί στην εξέδρα που βρισκόταν ο Θρόνος του Λιονταριού. Ο θρόνος, σμιλεμένος και επίχρυσος, με πελώριες πατούσες λιονταριού στις άκρες των ποδιών του, ήταν μια ογκώδης καρέκλα στην κατάληξη τεσσάρων λευκών μαρμάρινων σκαλοπατιών σκεπασμένων με ένα μακρόστενο κόκκινο χαλί. Είχε το Λιοντάρι του Άντορ σχηματισμένο με φεγγαρόπετρες σε φόντο από ρουμπίνια, που θα στεκόταν πάνω από το κεφάλι της Μοργκέις όποτε καθόταν εκεί. «Η Αβιέντα λέει ότι είσαι όλη μέρα νηστικός. Είναι η σούπα που σου έφτιαχνε η Λαμέλ».

«Φαντάζομαι ότι κανείς από τους υπηρέτες δεν έχει επιστρέψει», είπε ο Ραντ αναστενάζοντας. «Μήπως κάποια μαγείρισσα; Κάποια βοηθός;» Η Ενάιλα κούνησε το κεφάλι με περιφρόνηση. Θα υπηρετούσε τη θητεία της ως γκαϊ’σάιν με αξιοπρέπεια, αν χρειαζόταν ποτέ κάτι τέτοιο, όμως την αηδίαζε η ιδέα ενός που περνούσε ολόκληρη τη ζωή του υπηρετώντας κάποιους άλλους.

Αυτός ανέβηκε τα σκαλιά και κάθισε οκλαδόν για να τραβήξει το πανί. Στράβωσε τη μύτη του. Η μυρωδιά έδειχνε ότι όποια κι αν είχε μαγειρέψει δεν ήταν καλύτερη μαγείρισσα από τη Λαμέλ. Ο ήχος από ανδρικές μπότες που έρχονταν από το διάδρομο τού έδωσε μια πρόφαση για να γυρίσει την πλάτη στο δίσκο. Αν ήταν τυχερός, δεν θα χρειαζόταν να το φάει.

Ο άνδρας που πλησίαζε στο μακρύ δάπεδο με τα ερυθρόλευκα πλακάκια σίγουρα δεν ήταν Αντορίτης, καθώς φορούσε κοντό γκρίζο σακάκι και φαρδύ παντελόνι χωμένο στις μπότες που ήταν γυρισμένες στο γόνατο. Ήταν λεπτός, μόλις ένα κεφάλι ψηλότερος από την Ενάιλα, είχε γαμψή μύτη και μαύρα γερτά μάτια. Γκρίζες πινελιές έβαφαν τα μελαχρινά μαλλιά του και το χοντρό μουστάκι του, που δίπλωνε σαν δυο κέρατα κάτω από το πλατύ στόμα του. Κοντοστάθηκε, για να κάνει μια μικρή υπόκλιση προβάλλοντας το πόδι, ενώ συγκρατούσε το κυρτό σπαθί στο πλευρό του με χάρη, παρ’ όλο που, τόσο αταίριαστα, είχε στο ένα χέρι δύο ασημένια κύπελλα και στο άλλο ένα σφραγισμένο πήλινο κανάτι.

«Συγχώρεσε την αυθαίρετη είσοδο μου», είπε, «όμως δεν ήταν κανείς να με αναγγείλει». Τα ρούχα του μπορεί να ήταν απλά, ταλαιπωρημένα μάλιστα από ταξίδι, όμως στη ζώνη του σπαθιού του είχε χωμένο κάτι που έμοιαζε με φιλντισένια ράβδο με χρυσή λυκοκεφαλή στην κορυφή. «Είμαι ο Ντάβραμ Μπασίρε, Στρατάρχης της Σαλδαίας. Ήρθα για να μιλήσω με τον Άρχοντα Δράκοντα, που οι φήμες στην πόλη λένε ότι βρίσκεται εδώ στο Βασιλικό Παλάτι. Υποθέτω ότι απευθύνομαι στον ίδιο;» Για μια στιγμή, το βλέμμα του άγγιξε τους λαμπερούς χρυσοκόκκινους Δράκοντες που ήταν πλεγμένοι γύρω από τα χέρια του Ραντ.

«Είμαι ο Ραντ αλ’Θόρ, Άρχοντα Μπασίρε. Ο Αναγεννημένος Δράκοντας». Η Ενάιλα και η Σομάρα είχαν μπει ανάμεσα στον Ραντ και στον άλλο άνδρα, καθεμιά με το χέρι στη λαβή ενός μαχαιριού με μακριά λεπίδα, έτοιμες να φορέσουν το πέπλο τους. «Ξαφνιάζομαι που βρίσκω έναν Σαλδαίο άρχοντα στο Κάεμλυν, πόσο μάλλον που θέλει να μου μιλήσει».

«Η αλήθεια είναι ότι ήρθα στο Κάεμλυν για να μιλήσω με τη Μοργκέις, όμως με εμπόδισαν οι λακέδες του Άρχοντα Γκάεμπριλ ― του Βασιλιά Γκάεμπριλ, μήπως έπρεπε να πω; Άραγε είναι ακόμα ζωντανός;» Ο τόνος του Μπασίρε έλεγε ότι αμφέβαλλε γι’ αυτό και ότι δεν τον ενδιέφερε, ζούσε δεν ζούσε. Δεν έκανε παύση. «Πολλοί στην πόλη λένε επίσης ότι και η Μοργκέις είναι νεκρή».

«Είναι και οι δύο νεκροί», είπε βλοσυρά ο Ραντ. Κάθισε στο θρόνο, με το κεφάλι να αναπαύεται στο φτιαγμένο από φεγγαρόπετρες Λιοντάρι του Άντορ. Ο θρόνος ήταν φτιαγμένος σε μέγεθος γυναικείο. «Σκότωσα τον Γκάεμπριλ, όμως πρώτα είχε σκοτώσει τη Μοργκέις».

Ο Μπασίρε σήκωσε το φρύδι του. «Πρέπει να χαιρετήσω τον Βασιλιά Ραντ του Άντορ, λοιπόν;»

Ο Ραντ έγειρε μπροστά θυμωμένος. «Το Άντορ ανέκαθεν είχε Βασίλισσα και ακόμα έχει. Η Ηλαίην ήταν η Κόρη-Διάδοχος. Με τη μητέρα της νεκρή, αυτή είναι Βασίλισσα. Ίσως πρέπει να στεφθεί πρώτα —δεν ξέρω το νόμο― αλλά για μένα προσωπικά είναι Βασίλισσα. Εγώ είμαι ο Αναγεννημένος Δράκοντας. Αυτό μου φτάνει και μου περισσεύει. Τι ζητάς από μένα, Άρχοντα Μπασίρε;»

Αν ο θυμός του ενόχλησε τον Μπασίρε, εκείνος δεν το έδειξε καθόλου. Τα γερτά μάτια παρακολουθούσαν με προσοχή τον Ραντ, όχι όμως ταραγμένα. «Ο Λευκός Πύργος επέτρεψε στον Μάζριμ Τάιμ να δραπετεύσει. Στον ψεύτικο Δράκοντα». Κοντοστάθηκε, και μετά συνέχισε όταν είδε ότι ο Ραντ δεν είπε τίποτα. «Η Βασίλισσα Τενόμπια δεν θέλει πάλι μπελάδες στη Σαλδαία, έτσι με έστειλε να τον κυνηγήσω άλλη μια φορά και να δώσω τέλος. Τον ακολούθησα πολλές βδομάδες προς το νότο. Δε χρειάζεται να ανησυχήσεις μη τυχόν έφερα ξένο στρατό στο Άντορ. Με εξαίρεση μια δεκαμελή συνοδεία, τους υπόλοιπους τους άφησα στρατοπεδευμένους στο Δάσος Μπρημ, πολύ πιο βόρεια από όσα σύνορα έχει διεκδικήσει το Άντορ εδώ και διακόσια χρόνια. Όμως ο Τάιμ βρίσκεται στο Άντορ. Είμαι βέβαιος γι’ αυτό».