Выбрать главу

Ο Ραντ έγειρε πάλι πίσω διστακτικά. «Δεν θα τον έχεις, Άρχοντα Μπασίρε».

«Μπορώ να ρωτήσω γιατί, Άρχοντα Δράκοντα; Αν επιθυμείς να χρησιμοποιήσεις Αελίτες για να τον κυνηγήσουν, δεν έχω αντίρρηση. Οι άνδρες μου θα παραμείνουν στο Μπρημ μέχρι να επιστρέψω».

Δεν είχε σκοπό να αποκαλύψει τόσο νωρίς αυτό το τμήμα του σχεδίου του. Η καθυστέρηση θα του στοίχιζε, αλλά ήθελε πρώτα να αποκτήσει τον έλεγχο των εθνών. Αλλά ας ξεκινούσε έτσι, λοιπόν. «Θα εξαγγείλω αμνηστία. Μπορώ και διαβιβάζω, Άρχοντα Μπασίρε. Γιατί ένας άλλος άνδρας να κυνηγηθεί και να σκοτωθεί ή να ειρηνευτεί επειδή κάνει αυτό που κάνω κι εγώ; Θα διακηρύξω ότι όποιος άνδρας μπορεί να αγγίξει την Αληθινή Πηγή, όποιος άνδρας θέλει να μάθει να το κάνει, μπορεί να έρθει σε μένα και να έχει την προστασία μου. Η Τελευταία Μάχη έρχεται, Άρχοντα Μπασίρε. Μπορεί να μην προλάβουμε να τρελαθούμε ως τότε, κι εγώ ούτως ή άλλως δεν θα άφηνα να πάει χαμένος κανένας άνδρας για λόγους ρίσκου. Όταν ήρθαν οι Τρόλοκ από τη Μάστιγα στους Πολέμους των Τρόλοκ, προέλασαν μαζί με Άρχοντες του Δέους, με άνδρες και με γυναίκες που χειρίζονταν τη Δύναμη εκ μέρους της Σκιάς. Αυτό θα το αντιμετωπίσουμε ξανά στην Τάρμον Γκάι’ντον. Δεν ξέρω πόσες Άες Σεντάι θα είναι στο πλευρό μου, αλλά δεν θα διώξω κανέναν άνδρα που διαβιβάζει, αν είναι μαζί μου. Ο Μάζριμ Τάιμ είναι δικός μου, Άρχοντα Μπασίρε, όχι δικός σου».

«Καταλαβαίνω». Το είπε ουδέτερα. «Κατέκτησες το Κάεμλυν. Άκουσα ότι το Δάκρυ είναι δικό σου, και σύντομα θα είναι και η Καιρχίν, αν δεν είναι ήδη. Σκοπεύεις να κατακτήσεις ολόκληρο τον κόσμο με τους Αελίτες σου και με το στρατό των ανδρών που διαβιβάζουν τη Μία Δύναμη;»

«Αν πρέπει». Ο Ραντ απάντησε εξίσου ατάραχα. «Θα καλωσορίσω ως σύμμαχο κάθε ηγέτη που θα με καλωσορίσει, αλλά ως τώρα έχω δει μόνο ελιγμούς για την εξουσία ή απροκάλυπτη εχθρότητα. Άρχοντα Μπασίρε, επικρατεί αναρχία στο Τάραμπον και στο Άραντ Ντόμαν, και σχεδόν κάτι ανάλογο στην Καιρχίν. Η Αμαδισία κοιτάζει πεινασμένα την Αλτάρα. Οι Σωντσάν —ίσως στη Σαλδαία να έχεις ακούσει φήμες γι’ αυτούς· οι χειρότερες φήμες είναι μάλλον οι πιο αληθινές— οι Σωντσάν, λοιπόν, στην άλλη άκρη του κόσμου μάς κοιτάζουν όλους πεινασμένα. Άλλοι δίνουν τις ασήμαντες μάχες τους με την Τάρμον Γκάι’ντον στον ορίζοντα. Χρειαζόμαστε ειρήνη. Χρειαζόμαστε χρόνο, προτού έρθουν οι Τρόλοκ, προτού απελευθερωθεί ο Σκοτεινός, χρόνο για να ετοιμαστούμε. Αν, για να βρω ειρήνη και χρόνο στον κόσμο, ο μόνος τρόπος είναι να τα επιβάλω, τότε θα το κάνω. Δεν θέλω, μα θα το κάνω».

«Διάβασα τον Κύκλο της Κάρεδον», είπε ο Μπασίρε. Κράτησε για μια στιγμή τα κύπελλα παραμάσχαλα, έσπασε την κέρινη σφραγίδα στην κανάτα και τα γέμισε κρασί. «Το σημαντικότερο είναι ότι έχει διαβάσει και η Βασίλισσα Τενόμπια τις Προφητείες. Δεν μπορώ να μιλήσω εν ονόματι του Κάντορ ή του Άραφελ ή του Σίναρ. Πιστεύω ότι θα έρθουν με το μέρος σου —ακόμα και τα παιδιά στις Μεθόριες ξέρουν ότι η Σκιά περιμένει στη Μάστιγα για να μας πνίξει― αλλά δεν μπορώ να μιλήσω γι’ αυτούς». Η Ενάιλα κοίταξε καχύποπτα το κύπελλο που της έδωσε, αλλά ανέβηκε στα σκαλιά και το έδωσε στον Ραντ. «Στην πραγματικότητα», συνέχισε ο Μπασίρε, «δεν μπορώ να μιλήσω ούτε για τη Σαλδαία. Η Τενόμπια κυβερνά· εγώ είμαι απλώς ο στρατηγός της. Αλλά νομίζω ότι, όταν της στείλω ένα γρήγορο καβαλάρη μ’ ένα μήνυμα, η απάντηση θα είναι ότι η Σαλδαία προελαύνει στο πλευρό του Αναγεννημένου Δράκοντα. Στο μεταξύ, σου προσφέρω τις υπηρεσίες μου και τις υπηρεσίες των εννιά χιλιάδων Σαλδαίων εφίππων».

Ο Ραντ κούνησε κυκλικά το κύπελλο, κοίταξε το βαθυκόκκινο κρασί. Ο Σαμαήλ ήταν στο Ίλιαν, και μόνο το Φως ήξερε πού βρίσκονταν οι υπόλοιποι Αποδιωγμένοι. Οι Σωντσάν περίμεναν στην άλλη άκρη του ωκεανού Άρυθ κι εδώ πέρα οι άνθρωποι ήταν έτοιμοι να κυνηγήσουν το προσωπικό όφελος και το κέρδος, ό,τι κι αν κόστιζε αυτό στον κόσμο. «Η ειρήνη ακόμα είναι πολύ μακριά», είπε μαλακά. «Γι’ αρκετό καιρό θα έχουμε αίμα και θάνατο».

«Πάντα έτσι συμβαίνει», αποκρίθηκε ήρεμα ο Μπασίρε και ο Ραντ δεν ήξερε σε ποιο από τα δύο αναφερόταν. Ίσως και στα δύο.

Ο Ασμόντιαν έχωσε την άρπα κάτω από το μπράτσο του και απομακρύνθηκε σιγά-σιγά από τον Ματ και την Αβιέντα. Απολάμβανε να παίζει, αλλά όχι για δυο άτομα που δεν τον άκουγαν, πόσο μάλλον να το εκτιμούσαν. Δεν ήξερε τι είχε συμβεί εκείνο το πρωί, και δεν ήξερε αν ήθελε να μάθει. Πάρα πολλοί Αελίτες είχαν εκφράσει την έκπληξή τους βλέποντάς τον, και είχαν ισχυριστεί ότι τον είχαν δει νεκρό· δεν ήθελε λεπτομέρειες. Υπήρχε μια μακριά κατηφορική χαρακιά στον τοίχο μπροστά του. Ήξερε τι μπορούσε να δημιουργήσει αυτή την κοφτερή άκρη, την επιφάνεια που ήταν επίπεδη σαν πάγος, πιο λεία απ’ όσο θα μπορούσε να την κάνει ανθρώπινο χέρι, ακόμα κι αν τη δούλευε εκατό χρόνια.