Η μυρωδιά των πιροσκί με κιμά τ’ άλλαξε όλα. Τα τρία παιδιά λες και φούσκωσαν πριν καν πάρουν από ένα. Κάθισαν στο πάτωμα μπροστά στα ξύλα που έκαιγαν με δυνατή φλόγα στη σόμπα και κοίταζαν τη φωτιά μαγεμένα, όπως θα κάνε η Βαλεντίνα σε μια παράσταση μπαλέτου.
«Δεν θα έπρεπε να πλύνουν τα χέρια τους;» ρώτησε η Βαλεντίνα καθώς ακουμπούσε από ένα πιροσκί στις βρόμικες παλάμες τους που ήταν πιο μαύρες κι από το πάτωμα.
«Η αντλία του νερού έχει παγώσει», αποκρίθηκε ανασηκώνοντας τους ώμους η γυναίκα κι έκοψε μια μεγάλη μπουκιά ψωμί αλειμμένο με γλυκό σταφύλι. Όσο μασούσε, "Η Βαλεντίνα είδε τα χαρακτηριστικά της να λιώνουν από ευχαρίστηση και το πρόσωπο της να φαντάζει εκπληκτικά νέο.
«Πώς σε λένε;»
«Βάρενκα Σιντόροβα».
«Εμένα με λένε Βαλεντίνα και την αδελφή μου Κάτια».
Η Κάτια έπινε τσάι με μέλι από ένα τενεκεδένιο κύπελλο και τα μαγουλά της είχαν αποκτήσει ξανά χρώμα.
Το μωρό ήταν ξαπλωμένο σαν γατάκι στα γόνατα της, χαλαρό και ζεσταμένο.
«Βάρενκα, τι δουλειά κάνει ο άντρας σου;»
Η γυναίκα την κοίταξε επιφυλακτικά.
«Δουλεύει σ’ ένα εργοστάσιο».
«Είναι μπολσεβίκος;»
Είδε τη γυναίκα να σφίγγεται.
«Τι ξέρεις εσύ για τους μπολσεβίκους;»
«Ήταν στην πορεία σήμερα;»
Η Βάρενκα έβαλε τα γέλια. Τα παιδιά γύρισαν και την κοίταξαν έκπληκτα, σαν να μην είχαν συνηθίσει ν’ ακούνε αυτόν τον ήχο. Εκείνη όμως γελούσε ασταμάτητα. Οι φλέβες στο λαιμό της πετάχτηκαν, δάκρυα κυλούσαν στα μαγουλά της, κι εκείνη γελούσε ανεξέλεγκτα. Ξαφνικά έπεσε στα γόνατα και το γέλιο σταμάτησε τόσο απότομα όσο είχε αρχίσει. Τράβηξε απ’ το κεφάλι το μαντίλι της κι αποκάλυψε μια τούφα καστανά μαλλιά. Η Βαλεντίνα την κοίταζε με γουρλωμένα μάτια κι η Κάτια άφησε μια φωνούλα φρίκης. Η μια πλευρά του κεφαλιού της γυναίκας ήταν άτριχη και μια φαρδιά λευκή ουλή, που γυάλιζε σαν να ήταν υγρή, ανέβαινε από τον κρόταφο της μέχρι το πίσω μέρος του κρανίου της. Το βλέμμα της καρφώθηκε στις δυο αδελφές γεμάτο οίκτο και μίσος ανάκατα.
«Πριν από πέντε χρόνια, μπροστά στις πύλες των Χειμερινών Ανακτόρων», είπε με σκληρή φωνή, «οι στρατιώτες σας μου ρίχτηκαν με τις σπάθες τους καθώς πηγαίναμε να μιλήσουμε στον τσάρο. Δεν είχαμε κακό σκοπό, αλλά μας λιάνισαν. Χάρη σόσους πέθαναν τότε είστε ζωντανοί σήμερα εσύ και η τάξη σου. Σας αξίζει όμως να ζείτε;»
Η Βαλεντίνα πήρε το μωρό απτα γόνατα της Κάτιας και το ακούμπησε στο κρεβάτι.
«Νομίζω πως είναι ώρα να φεύγουμε».
Πεσμένη πάντα στα γόνατα, η γυναίκα τίναξε άγρια το χέρι της κι έδειξε τη Βαλεντίνα.
«Σου ορκίζομαι πως κάποια μέρα, βύντομα, θα έρθουμε να σας βρούμε εσένα και τους όμοιους σου και τούτη τη φορά δεν θα επιζήσετε. Τεμπέληδες πλούσιοι! Παράσιτα!»
Έφτυσε στο πάτωμα. «Οι εργάτες θα απαιτήσουν δικαιοσύνη».
Η Βαλεντίνα έβγαλε το πορτοφόλι της και το άδειασε στο τραπέζι. Ρούβλια σκόρπισαν εδώ κι εκεί, και τα παιδιά όρμησαν σαν ποντίκια να τα μαζέψουν.
«Πάρε αυτά επειδή με βοήθησες σήμερα. Σου είμαι ευγνώμων». Πλησίασε τη γονατισμένη γυναίκα κι άγγιξε τη γυαλιστερή ουλή της. Ήταν άχρωμη, απαλή και γλιστερή, και σαν κάτι να ζούσε από κάτω της. «Λυπάμαι πολύ, Βάρενκα».
«Δεν χρειάζομαι τον οίκτο σου».
«Βαλεντίνα», μίλησε η Κάτια. «Θέλει να φύγουμε».
«Σωστά. Πριν γυρίσει ο άντρας μου». Η Βάρενκα κοίταξε μ’ αψηφισιά τη Βαλεντίνα. «Ο μπολσεβίκος μου».
Ένα δυνατό χτύπημα στην εξώπορτα τους έκανε όλους να τιναχτούν. Προτού προλάβουν ν’ αντιδράσουν ακούστηκαν άλλα δυο δυνατά χτυπήματα σαν σφυριές και ξύλα να σπάνε. Η γυναίκα άρπαξε το μωρό και το σφίξε πάνω της τόσο δυνατά, που το κάνε να κλάψει. Η καρδιά της Βαλεντίνας χτυπούσε σαν τρελή.
«Κάτια, περίμενε με».
«Όχι, Βαλεντίνα, μη.»
Τα χτυπήματα άρχισαν ξανά. Χωρίς να διστάσει η Βαλεντίνα άνοιξε την πόρτα του δωματίου, βγήκε στο χολ και ξεκλείδωσε τη σαραβαλιασμένη εξώπορτα. Μια τεράστια μορφή έκλεινε το άνοιγμα.
«Τι στο διάβολο κάνεις μέσα σαυτό το βόθρο, Βαλεντίνα Ιβάνοβα;»
Ήταν ο Λιεβ Ποπκόφ.
Ο Αρκίν ήταν μηχανικός αυτοκινήτων,, αλλά ο ίδιος θεωρούσε τον εαυτό του κάτι σαν γιατρό μηχανών. Πρόσεχε πολύ τα χέρια του και διάβαζε συνέχεια για να ενημερώνεται για τις τελευταίες ανακαλύψεις και να διευρύνει τις γνώσεις του. Δόξα τω Θεώ, ήξερε να διαβάζει. Όχι δηλαδή πως είχε καμιά σχέση μαυτό ο Θεός. Οι περισσότεροι χωριάτες δεν ήξεραν να διαβάζουν και να γράφουν, αλλά η μητέρα του αποτελούσε εξαίρεση - του κοπανούσε τα δάχτυλα με τις βελόνες του πλεξίματος για να τον κάνει να προσέχει όταν του έκανε μάθημα.
«Βίκτορ», του έλεγε όταν εκείνος ακουμπισμένος στα γόνατα της προσπαθούσε να βάλει σε μια σειρά αμέτρητα γράμματα και να φτιάξει λέξεις μαυτά, «όποιος ξέρει να διαβάζει μπορεί να κυβερνήσει τον κόσμο».