»— Όχι, απάντησε και κοίταξε ψηλά, κατά τα ψηλά βουνά της Ανατολής. Ζούσα για αρκετό καιρό στη χώρα των συγγενών της μητέρας μου, στο μακρινό Λοθλόριεν. Τώρα τελευταία έχω επιστρέψει να επισκεφθώ τον πατέρα μου πάλι. Έχω πολλά χρόνια να περπατήσω στο Ίμλαντρις.
»Τότε ο Άραγκορν απόρησε, γιατί δεν του είχε φανεί να έχει ηλικία μεγαλύτερη απ’ τη δική του, που δεν είχε τότε ζήσει πάνω από είκοσι χρόνια στη Μέση-γη. Η Άργουεν όμως τον κοίταξε στα μάτια και είπε:
»— Μην απορείς! Γιατί τα παιδιά του Έλροντ έχουν τη ζωή των Έλνταρ[16].
»Τότε ο Άραγκορν έχασε την αυτοπεποίθησή του, γιατί είδε το ξωτικο-φως στα μάτια της και τη σοφία πολλών ημερών από κείνη όμως την ώρα αγάπησε την Άργουεν Αντόμιελ την κόρη του Έλροντ.
»Τις μέρες που ακολούθησαν ο Άραγκορν έμεινε αμίλητος και η μητέρα του κατάλαβε πως κάτι παράξενο του είχε συμβεί· και, τέλος, υποχωρώντας στις ερωτήσεις της, της είπε για τη συνάντηση στα δέντρα το δειλινό.
»– Γιε μου, είπε η Γκιλράεν, στοχεύεις ψηλά, κι ας είσαι απόγονος πολλών βασιλέων. Γιατί αυτή η κυρά είναι η πιο ευγενική και ωραία που τώρα υπάρχει στη γη. Και δεν ταιριάζει ένας θνητός να παντρευτεί απ’ τη γενιά των Ξωτικών.
»– Όμως, έχουμε κάποια μακρινή συγγένεια, είπε ο Άραγκορν, αν η ιστορία των προγόνων μου που έχω μάθει είναι αληθινή.
»— Είναι αληθινή, είπε η Γκιλράεν, αλλά ήταν πολύ παλιά και σε άλλη εποχή αυτού του κόσμου, πριν μειωθεί η γενιά μας. Γι’ αυτό φοβάμαι· γιατί χωρίς την εύνοια του Άρχοντα Έλροντ, οι Κληρονόμοι του Ισίλντουρ γρήγορα θα χάνονταν. Δε νομίζω όμως πως σ’ αυτή την υπόθεση θα έχεις την εύνοια του Έλροντ,
»– Τότε οι μέρες μου θα ’ναι πικρές και μόνος θα διαβαίνω στις ερημιές, είπε ο Άραγκορν.
»– Αυτή στ’ αλήθεια θα ’ναι η μοίρα σου, είπε η Γκιλράεν αλλά μόλο που είχε ως ένα βαθμό το προορατικό του λαού της, δεν του είπε τίποτ’ άλλο για τα προαισθήματά της, ούτε είπε σε κανέναν τι της είχε πει ο γιος της.
»Ο Έλροντ όμως έβλεπε πολλά πράγματα και διάβαζε πολλές καρδιές. Μια μέρα, λοιπόν, πριν να έρθει το φθινόπωρο εκείνης της χρονιάς, φώναξε τον Άραγκορν στο δωμάτιό του και του είπε:
»– Άραγκορν, γιε του Άραθορν, Άρχοντα των Ντούνεντεν, άκουσε με! Μεγάλα πράγματα σου επιφυλάσσει η μοίρα σου ή θα υψωθείς πάνω απ’ όλους τους προγόνους σου, από τον Έλεντιλ και μετά, ή θα πέσεις στο σκοτάδι μαζί με όλους όσους έχουν απομείνει απ’ τη γενιά σου. Πολλά χρόνια δοκιμασιών σε περιμένουν. Ούτε γυναίκα θα πάρεις ούτε θα δεσμεύσεις καμιά με λόγο, ώσπου να έρθει η ώρα σου και να φανείς άξιος.
»Τότε ο Άραγκορν ανησύχησε και είπε:
»– Μήπως η μητέρα μου μίλησε γι’ αυτό;
»— Όχι, βέβαια, είπε ο Έλροντ. Τα μάτια σου σε πρόδωσαν. Δε μιλώ όμως μόνο για την κόρη μου. Δε θα λογοδώσεις με κανενός τη θυγατέρα ακόμη. Όσον αφορά τώρα την Άργουεν την Ωραία, την Κυρά του Ίμλαντρις και του Λόριεν, το Αστέρι του Δειλινού του λαού της, προέρχεται από γενιά μεγαλύτερη απ’ τη δική σου κι έχει ήδη ζήσει στον κόσμο τόσο πολύ, που εσύ μπροστά της είσαι σαν φιντανάκι ενός έτους πλάι σε μια νεαρή σημύδα που έχει ζήσει πολλά καλοκαίρια. Στέκεται πάρα πολύ ψηλότερα από σένα. Κι έτσι νομίζω ότι θα της φανεί. Αλλά ακόμη κι αν δεν είναι έτσι και η καρδιά της γυρίσει σε σένα, εγώ θα εξακολουθούσα να λυπάμαι βαθιά εξαιτίας της μοίρας μας.
»– Και ποια είναι αυτή η μοίρα; είπε ο Άραγκορν.
»— Ότι όσον καιρό εγώ μένω εδώ, αυτή θα ζει με τη νεότητα των Ξωτικών, απάντησε ο Έλροντ, κι όταν φύγω εγώ, θα έρθει μαζί μου, αν θα ’ναι αυτή η επιλογή της.
»– Βλέπω, είπε ο Αραγκορν, πως τα μάτια μου έπεσαν σ’ ένα θησαυρό όχι λιγότερο αγαπητό από το θησαυρό του Θίνγκολ, που κάποτε πόθησε ο Μπέρεν. Αυτή είναι η μοίρα μου.
»Τότε, ξαφνικά, το προορατικό της γενιάς του τον έκανε να πει:
»— Αλλά, κοίτα! Άρχοντα Έλροντ, τα χρόνια της αναμονής σου λιγοστεύουν επιτέλους και γρήγορα θα χρειαστεί να διαλέξουν τα παιδιά σου, είτε να χωριστούν από σένα είτε από τη Μέση-γη.
»– Αυτό είναι αλήθεια, είπε ο Έλροντ. Γρήγορα, με το δικό μας μέτρημα, αν και πολλά χρόνια των Ανθρώπων πρέπει να περάσουν ακόμη. Αλλά δε θα υπάρξει εκλογή για την αγαπημένη μου Άργουεν, εκτός κι εσύ, Άραγκορν, γιε του Άραθορν, μπεις ανάμεσά μας και μας τη φέρεις, εσένα ή εμένα, σε ένα πικρό αποχωρισμό πέρα από το τέλος του κόσμου. Δεν ξέρεις ακόμα τι ζητάς από μένα.
»Αναστέναξε κι ύστερα από λίγο, κοιτάζοντας σοβαρά το νεαρό άντρα, είπε ξανά: