»— Γιε μου, έρχονται χρόνια που οι ελπίδες θα σβήσουν και, πέρα απ’ αυτά, πολύ λίγα μπορώ να δω καθαρά. Και τώρα μια σκιά απλώνεται ανάμεσά μας. Ίσως, να έχει έτσι οριστεί, οι Άνθρωποι να επανέλθουν με την απώλεια της δικής μου βασιλείας. Επομένως, αν και σ’ αγαπώ, σου λέω: η Άργουεν Αντόμιελ δε θα ελαττώσει τη χάρη τής ζωής της για μικρότερο σκοπό. Δε θα γίνει η νύφη κανενός Ανθρώπου πιο χαμηλά από το Βασιλιά της Γκόντορ και της Άρνορ μαζί. Τότε σ’ εμένα ακόμη και η νίκη μας μπορεί να φέρει λύπη και χωρισμό – αλλά σ’ εσένα χαρά για λίγο. Αλίμονο, γιε μου! Φοβάμαι πως για την Άργουεν η Μοίρα των Ανθρώπων θα φανεί βαριά στο τέλος.
»Έτσι είχαν τα πράγματα από τότε ανάμεσα στον Έλροντ και στον Άραγκορν και δεν ξαναμίλησαν πια γι’ αυτή την υπόθεση· ο Άραγκορν όμως βγήκε πάλι στους κινδύνους και στους μόχθους. Και όσο ο κόσμος σκοτείνιαζε και ο φόβος απλωνόταν στη Μέση-γη, καθώς η δύναμη του Σόρον μεγάλωνε και το Μπαράντ-ντουρ πυργωνόταν όλο πιο ψηλό και δυνατό, η Άργουεν έμενε στο Σκιστό Λαγκάδι και, όταν ο Άραγκορν ήταν έξω, τον παρακολουθούσε από μακριά με τη σκέψη της· και με ελπίδα τού κέντησε ένα μεγάλο και βασιλικό λάβαρο, τέτοιο που μόνο αυτός που θα διεκδικούσε την κυριαρχία των Νουμενόριαν και την κληρονομιά του Έλεντιλ να μπορεί να ξεδιπλώσει.
»Έπειτα από μερικά χρόνια η Γκιλράεν αποχαιρέτισε τον Έλροντ και ξαναγύρισε στους δικούς της στο Έριαντορ και ζούσε μόνη· και σπάνια ξανάβλεπε το γιο της, γιατί περνούσε πολλά χρόνια σε χώρες μακρινές. Αλλά μια φορά, που είχε γυρίσει ο Άραγκορν από το Βοριά, πήγε και τη βρήκε κι εκείνη του είπε πριν φύγει:
»— Αυτός είναι ο τελευταίος μας αποχαιρετισμός, Εστέλ, γιε μου. Με γέρασαν οι φροντίδες, λες και είμαι από μικρότερη γενιά· και, τώρα που πλησιάζει, δεν μπορώ ν’ αντιμετωπίσω τη σκοτεινιά των καιρών μας που μαζεύεται πάνω στη Μέση-γη. Γρήγορα θα την αφήσω.
»Ο Άραγκορν προσπάθησε να την παρηγορήσει, λέγοντας:
»— Μπορεί όμως να υπάρχει φως πίσω από τη σκοτεινιά· κι αν συμβαίνει αυτό, θα ήθελα να το δεις και να χαρείς.
»Εκείνη όμως απάντησε μόνο μ’ αυτό το linnod:
Onen i – Estel Edain, ú-chebin estel anim[17],
και ο Άραγκορν έφυγε με βαριά καρδιά. Η Γκιλράεν πέθανε πριν την επόμενη άνοιξη.
»Έτσι τα χρόνια έφτασαν στον Πόλεμο του Δαχτυλιδιού· που γι’ αυτόν αλλού λέγονται περισσότερα: πώς με απρόβλεπτο τρόπο αποκαλύφθηκε ο τρόπος να ανατραπεί ο Σόρον και πώς η ελπίδα πέρα από κάθε ελπίδα εκπληρώθηκε. Κι έτσι έγινε, ώστε ο Άραγκορν την ώρα της ήττας ήρθε από τη θάλασσα και ξεδίπλωσε το λάβαρο της Άργουεν στη μάχη του Πεδίου του Πέλενορ κι εκείνη την ημέρα για πρώτη φορά τον χαιρέτησαν ως βασιλιά. Και, τέλος, όταν έγιναν όλα μπήκε στην κληρονομιά των πατέρων του και παρέλαβε το στέμμα της Γκόντορ και το σκήπτρο της Άρνορ· και το Μεσοκαλόκαιρο της χρονιάς της Πτώσεως του Σόρον πήρε το χέρι της Άργουεν και έγιναν οι γάμοι τους στην πόλη των Βασιλέων.
»Η Τρίτη Εποχή τελείωσε έτσι με νίκη κι ελπίδα· και όμως, η μεγαλύτερη θλίψη ανάμεσα στις λύπες εκείνης της Εποχής ήταν ο χωρισμός του Έλροντ και της Άργουεν, γιατί χωρίστηκαν από τη θάλασσα και από μια μοίρα πέρα από το τέλος του κόσμου. Και όταν το Μεγάλο Δαχτυλίδι καταστράφηκε και τα Τρία έχασαν τη δύναμή τους, τότε ο Έλροντ κουράστηκε πια κι εγκατέλειψε τη Μέση-γη, για να μην ξαναγυρίσει ποτέ. Η Άργουεν όμως έγινε θνητή, και δεν ήταν γραφτό της να πεθάνει πριν χάσει όλα όσα είχε κερδίσει.
»Ως Βασίλισσα των Ξωτικών και των Ανθρώπων έζησε με τον Άραγκορν για εκατόν είκοσι χρόνια με μεγάλη δόξα, τρισευτυχισμένη. Τέλος, όμως, εκείνος ένιωσε να πλησιάζουν τα γηρατειά και κατάλαβε πως οι μέρες της ζωής του πλησίαζαν στο τέλος κι ας ήταν τόσο πολλές. Τότε ο Άραγκορν είπε στην Άργουεν:
»– Επιτέλους, Αρχόντισσα Άστρο του Δειλινού, πεντάμορφη του κόσμου και τρισαγαπημένη, ο κόσμος μου σβήνει. Κοίτα! μαζέψαμε και ξοδέψαμε και τώρα έφτασε η ώρα της πληρωμής.
»Η Άργουεν ήξερε καλά τι σκόπευε να κάνει, που το είχε προείδει από παλιά· παρ’ όλ’ αυτά όμως την έπνιξε η λύπη.
»— Θα φύγεις, λοιπόν, άρχοντα, πριν της ώρας σου και θα αφήσεις το λαό σου που ζει απ’ το λόγο σου; είπε.
»— Όχι πριν της ώρας μου, απάντησε. Γιατί αν δε φύγω τώρα, τότε σύντομα θα φύγω θέλοντας και μη. Και ο γιος μας ο Ελντάριον είναι άντρας ώριμος για τη βασιλεία.
»Ύστερα πηγαίνοντας στον Οίκο των Βασιλέων στην Οδό της Σιωπής, ο Άραγκορν ξάπλωσε στο μακρύ κρεβάτι που ήταν ετοιμασμένο γι’ αυτόν. Εκεί αποχαιρέτισε τον Ελντάριον και του παρέδωσε το φτερωτό στέμμα της Γκόντορ και το σκήπτρο της Άρνορ. Έπειτα έφυγαν όλοι, εκτός από την Άργουεν που στάθηκε μόνη πλάι στο κρεβάτι του. Και παρ’ όλη της τη σοφία και την καταγωγή δεν άντεξε να μην τον παρακαλέσει να μείνει λίγο ακόμα. Εκείνη δεν είχε κουραστεί ακόμα από τη ζωή της κι έτσι δοκίμασε την πίκρα του θνητού των ανθρώπων που είχε διαλέξει.